1 Ó VÓS, todos os que tendes sede, vinde às águas, e os que não tendes dinheiro, vinde, comprai, e comei; sim, vinde, comprai, sem dinheiro e sem preço, vinho e leite.

2 Por que gastais o dinheiro naquilo que não é pão? E o produto do vosso trabalho naquilo que não pode satisfazer? Ouvi-me atentamente, e comei o que é bom, e a vossa alma se deleite com a gordura.

3 Inclinai os vossos ouvidos, e vinde a mim; ouvi, e a vossa alma viverá; porque convosco farei uma aliança perpétua, dando-vos as firmes beneficências de Davi.

4 Eis que eu o dei por testemunha aos povos, como líder e governador dos povos.

5 Eis que chamarás a uma nação que não conheces, e uma nação que nunca te conheceu correrá para ti, por amor do Senhor teu Deus, e do Santo de Israel; porque ele te glorificou.

6 Buscai ao Senhor enquanto se pode achar, invocai-o enquanto está perto.

7 Deixe o ímpio o seu caminho, e o homem maligno os seus pensamentos, e se converta ao Senhor, que se compadecerá dele; torne para o nosso Deus, porque grandioso é em perdoar.

8 Porque os meus pensamentos não são os vossos pensamentos, nem os vossos caminhos os meus caminhos, diz o Senhor.

9 Porque assim como os céus são mais altos do que a terra, assim são os meus caminhos mais altos do que os vossos caminhos, e os meus pensamentos mais altos do que os vossos pensamentos.

10 Porque, assim como desce a chuva e a neve dos céus, e para lá não tornam, mas regam a terra, e a fazem produzir, e brotar, e dar semente ao semeador, e pão ao que come,

11 Assim será a minha palavra, que sair da minha boca; ela não voltará para mim vazia, antes fará o que me apraz, e prosperará naquilo para que a enviei.

12 Porque com alegria saireis, e em paz sereis guiados; os montes e os outeiros romperão em cântico diante de vós, e todas as árvores do campo baterão palmas.

13 Em lugar do espinheiro crescerá a faia, e em lugar da sarça crescerá a murta; o que será para o Senhor por nome, e por sinal eterno, que nunca se apagará.

1 Ω παντες οι διψωντες, ελθετε εις τα υδατα· και οι μη εχοντες αργυριον, ελθετε, αγορασατε και φαγετε· ναι ελθετε, αγορασατε οινον και γαλα ανευ αργυριου και ανευ αντιτιμου.

2 Δια τι εξοδευετε αργυρια ουχι εις αρτον; και τον κοπον σας ουχι εις χορτασμον; ακουσατε μου μετα προσοχης και θελετε φαγει αγαθα και η ψυχη σας θελει ευφρανθη εις το παχος.

3 Κλινατε το ωτιον σας και ελθετε προς εμε· ακουσατε και η ψυχη σας θελει ζησει· και θελω καμει προς εσας αιωνιον διαθηκην, τα ελεη του Δαβιδ τα πιστα.

4 Ιδου, εδωκα αυτον μαρτυριον εις τους λαους, αρχοντα και προσταττοντα εις τους λαους.

5 Ιδου, θελεις καλεσει εθνος, το οποιον δεν εγνωριζες· και εθνη, τα οποια δεν σε εγνωριζον, θελουσι τρεξει προς σε, δια Κυριον τον Θεον σου και δια τον Αγιον του Ισραηλ· διοτι σε εδοξασε.

6 Ζητειτε τον Κυριον, ενοσω δυναται να ευρεθη· επικαλεισθε αυτον, ενοσω ειναι πλησιον.

7 Ας εγκαταλιπη ο ασεβης την οδον αυτου και ο αδικος τας βουλας αυτου· και ας επιστρεψη προς τον Κυριον, και θελει ελεησει αυτον· και προς τον Θεον ημων, διοτι αυτος θελει συγχωρησει αφθονως.

8 Διοτι αι βουλαι μου δεν ειναι βουλαι υμων ουδε οδοι υμων αι οδοι μου, λεγει Κυριος.

9 Αλλ' οσον ειναι υψηλοι οι ουρανοι απο της γης, ουτως αι οδοι μου ειναι υψηλοτεραι των οδων υμων και αι βουλαι μου των βουλων υμων.

10 Διοτι καθως καταβαινει η βροχη και η χιων εκ του ουρανου και δεν επιστρεφει εκει, αλλα ποτιζει την γην και καμνει αυτην να εκφυη και να βλαστανη, δια να δωση σπορον εις τον σπειροντα και αρτον εις τον εσθιοντα,

11 ουτω θελει εισθαι ο λογος μου ο εξερχομενος εκ του στοματος μου· δεν θελει επιστρεψει εις εμε κενος, αλλα θελει εκτελεσει το θελημα μου και θελει ευοδωθη εις ο, τι αυτον αποστελλω.

12 Διοτι θελετε εξελθει εν χαρα και οδηγηθη εν ειρηνη· τα ορη και οι λοφοι θελουσιν αντηχησει εμπροσθεν σας υπο αγαλλιασεως και παντα τα δενδρα του αγρου θελουσιν επικροτησει τας χειρας.

13 Αντι της ακανθης θελει αναβη κυπαρισσος, αντι της κνιδης θελει αναβη μυρσινη· και τουτο θελει εισθαι εις τον Κυριον δια ονομα, δια σημειον αιωνιον, το οποιον δεν θελει εκλειψει.