19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.
20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.
21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος· Υγιανα τα υδατα ταυτα· δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.
22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.
19 Jericho gyventojai sakė Eliziejui: "Miestas geroje vietoje, kaip tu pats matai, bet vanduo blogas ir žemė nederlinga".
20 Eliziejus atsakė: "Atneškite man naują dubenį ir įberkite į jį druskos". Ir jie atnešė jam.
21 Nuėjęs prie vandens šaltinio, jis įmetė į jį druskos ir sakė: "Taip sako Viešpats: ‘Aš pagydžiau šitą vandenį. Jis nebebus priežastimi nei mirties, nei nevaisingumo’ ".
22 Vanduo yra sveikas iki šios dienos, kaip Eliziejus pasakė.