1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας·

2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.

3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.

4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.

5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ· και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε· και τουτο ητο δανειον·

6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει· και το σιδηριον επεπλευσε.

7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.

1 Pranašų sūnūs sakė Eliziejui: "Vieta, kurioje gyvename, kaip matai, mums per ankšta.

2 Leisk mums eiti prie Jordano, pasikirsti ten medžių ir pasistatyti namus". Jis atsakė: "Eikite".

3 Vienas jų prašė pranašą eiti su jais. Jis atsakė: "Gerai, aš eisiu".

4 Jis išėjo su jais. Atėję prie Jordano, jie kirto medžius.

5 Vienam kertant medį, kirvio geležis įkrito į vandenį. Jis sušuko: "Vargas, šeimininke! Jį buvau pasiskolinęs!"

6 Dievo vyras paklausė: "Kur jis įkrito?" Kai tas parodė vietą, pranašas nusipjovė lazdą, įmetė ją į tą vietą, ir kirvis iškilo.

7 Tada tarė jis: "Pasiimk jį". Vyras ištiesė ranką ir pasiėmė kirvį.