30 και συναγονται οι αποστολοι προς τον ιησουν και απηγγειλαν αυτω παντα και οσα εποιησαν και οσα εδιδαξαν

31 και ειπεν αυτοις δευτε υμεις αυτοι κατ ιδιαν εις ερημον τοπον και αναπαυεσθε ολιγον ησαν γαρ οι ερχομενοι και οι υπαγοντες πολλοι και ουδε φαγειν ηυκαιρουν

32 και απηλθον εις ερημον τοπον τω πλοιω κατ ιδιαν

33 και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι και επεγνωσαν αυτον πολλοι και πεζη απο πασων των πολεων συνεδραμον εκει και προηλθον αυτους και συνηλθον προς αυτον

34 και εξελθων ειδεν ο ιησους πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη επ αυτοις οτι ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα και ηρξατο διδασκειν αυτους πολλα

35 και ηδη ωρας πολλης γενομενης προσελθοντες αυτω οι μαθηται αυτου λεγουσιν οτι ερημος εστιν ο τοπος και ηδη ωρα πολλη

36 απολυσον αυτους ινα απελθοντες εις τους κυκλω αγρους και κωμας αγορασωσιν εαυτοις αρτους τι γαρ φαγωσιν ουκ εχουσιν

37 ο δε αποκριθεις ειπεν αυτοις δοτε αυτοις υμεις φαγειν και λεγουσιν αυτω απελθοντες αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και δωμεν αυτοις φαγειν

38 ο δε λεγει αυτοις ποσους αρτους εχετε υπαγετε και ιδετε και γνοντες λεγουσιν πεντε και δυο ιχθυας

39 και επεταξεν αυτοις ανακλιναι παντας συμποσια συμποσια επι τω χλωρω χορτω

40 και ανεπεσον πρασιαι πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα

41 και λαβων τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησεν και κατεκλασεν τους αρτους και εδιδου τοις μαθηταις αυτου ινα παραθωσιν αυτοις και τους δυο ιχθυας εμερισεν πασιν

42 και εφαγον παντες και εχορτασθησαν

43 και ηραν κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των ιχθυων

44 και ησαν οι φαγοντες τους αρτους ωσει πεντακισχιλιοι ανδρες

30 Or les apôtres se rassemblèrent auprès de Jésus, et lui racontèrent tout ce qu'ils avaient fait, et tout ce qu'ils avaient enseigné.

31 Et il leur dit: Venez à l'écart, dans un lieu retiré, et prenez un peu de repos; car il allait et venait tant de monde qu'ils n'avaient pas même le temps de manger.

32 Ils s'en allèrent donc dans une barque, à l'écart et dans un lieu retiré.

33 Mais le peuple les vit partir, et plusieurs le reconnurent; et accourant à pied, de toutes les villes ils arrivèrent avant eux, et s'assemblèrent auprès de lui.

34 Alors Jésus étant sorti, vit une grande multitude; et il fut touché de compassion envers eux, parce qu'ils étaient comme des brebis qui n'ont point de berger; et il se mit à leur enseigner plusieurs choses.

35 Et comme il était déjà tard, ses disciples s'approchèrent de lui et lui dirent: Ce lieu est désert, et il est déjà tard;

36 Renvoie-les, afin qu'ils aillent dans les villages et dans les communautés des environs, et qu'ils s'achètent du pain; car ils n'ont rien à manger.

37 Et il leur dit: Donnez-leur vous-mêmes à manger. Ils lui répondirent: Irions-nous acheter pour deux cents deniers de pain, afin de leur donner à manger?

38 Et il leur dit: Combien avez-vous de pains? Allez et regardez. Et l'ayant vu, ils dirent: Cinq et deux poissons.

39 Alors il leur commanda de les faire tous asseoir, par groupes, sur l'herbe verte.

40 Et ils s'assirent en rang, par centaines et par cinquantaines.

41 Et Jésus prit les cinq pains et les deux poissons, et levant les yeux au ciel, il rendit grâces, et rompit les pains, et il les donna à ses disciples, afin qu'ils leur distribuent; il partagea aussi les deux poissons entre tous.

42 Et tous en mangèrent et furent rassasiés;

43 Et on emporta douze paniers pleins de morceaux de pain, et de poissons.

44 Or, ceux qui avaient mangé de ces pains étaient environ cinq mille hommes.