54 συλλαβοντες δε αυτον ηγαγον και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως ο δε πετρος ηκολουθει μακροθεν
55 αψαντων δε πυρ εν μεσω της αυλης και συγκαθισαντων αυτων εκαθητο ο πετρος εν μεσω αυτων
56 ιδουσα δε αυτον παιδισκη τις καθημενον προς το φως και ατενισασα αυτω ειπεν και ουτος συν αυτω ην
57 ο δε ηρνησατο αυτον λεγων γυναι ουκ οιδα αυτον
58 και μετα βραχυ ετερος ιδων αυτον εφη και συ εξ αυτων ει ο δε πετρος ειπεν ανθρωπε ουκ ειμι
59 και διαστασης ωσει ωρας μιας αλλος τις διισχυριζετο λεγων επ αληθειας και ουτος μετ αυτου ην και γαρ γαλιλαιος εστιν
60 ειπεν δε ο πετρος ανθρωπε ουκ οιδα ο λεγεις και παραχρημα ετι λαλουντος αυτου εφωνησεν ο αλεκτωρ
61 και στραφεις ο κυριος ενεβλεψεν τω πετρω και υπεμνησθη ο πετρος του λογου του κυριου ως ειπεν αυτω οτι πριν αλεκτορα φωνησαι απαρνηση με τρις
62 και εξελθων εξω ο πετρος εκλαυσεν πικρως
54 Megfogván azért õt, elvezeték, és elvivék a fõpap házába. Péter pedig követi vala távol.
55 És mikor tüzet gerjesztettek az udvar közepén, és õk együtt leültek, Péter is leüle õ velök.
56 És meglátván õt egy szolgálóleány, a mint a világosságnál ült, szemeit reá vetvén, monda: Ez is õ vele vala!
57 Õ pedig megtagadá õt, mondván: Asszony, nem ismerem õt!
58 És egy kevéssel azután más látván õt, monda: Te is azok közül való vagy! Péter pedig monda: Ember, nem vagyok!
59 És úgy egy óra mulva más valaki erõsíté, mondván: Bizony ez is vele vala: mert Galileából való is.
60 Monda pedig Péter: Ember, nem tudom, mit mondasz! És azonnal, mikor õ még beszélt, megszólalt a kakas.
61 És hátra fordulván az Úr, tekinte Péterre. És megemlékezék Péter az Úr szaváról, a mint néki mondta: Mielõtt a kakas szól, háromszor megtagadsz engem.
62 És kimenvén Péter, keservesen síra.