4 Ao ouvir estas palavras, sentei-me e chorei, e pranteei alguns dias; jejuei e orei diante do Deus do céu,

5 e disse: Rogo-te, Jeová, Deus do céu, que és o Deus grande e terrível, que guardas a aliança e a misericórdia com aqueles que o amam e observam os seus mandamentos:

6 estejam atentos os teus ouvidos e abertos os teus olhos, para ouvires a oração de teu servo, que eu hoje faço em tua presença, de dia e de noite, pelos filhos de Israel, teus servos, confessando eu os pecados dos filhos de Israel, que temos cometido contra ti. Eu e a casa de meu pai temos pecado.

7 Perversamente temos procedido contra ti, e não temos guardado os mandamentos, nem os estatutos, nem os juízos que ordenaste ao teu servo Moisés.

8 Lembra-te da palavra que ordenaste ao teu servo Moisés, dizendo: Se vós transgredirdes, eu vos espalharei por entre os povos;

9 mas se vos converterdes a mim e guardardes os meus mandamentos e os cumprirdes, ainda que os vossos dispersos estejam na extremidade do céu, contudo de lá os ajuntarei, e os reconduzirei para o lugar que escolhi para ali fazer habitar o meu nome.

10 Estes são os teus servos e o teu povo, os quais resgataste com teu grande poder, e com tua mão poderosa.

11 Rogo-te, Senhor, que estejam atentos os teus ouvidos à oração do teu servo, e à oração dos teus servos, que se deleitam em temer o teu nome; faze hoje bem sucedido o teu servo, e concede-lhe misericórdia diante deste homem. Ora, eu era copeiro do rei.

4 Και οτε ηκουσα τους λογους τουτους, εκαθησα και εκλαυσα και επενθησα ημερας και ενηστευον, και προσηυχομην ενωπιον του Θεου του ουρανου,

5 και ειπα, Δεομαι, Κυριε, Θεε του ουρανου, ο μεγας και φοβερος Θεος, ο φυλαττων την διαθηκην και το ελεος προς τους αγαπωντας αυτον και τηρουντας τας εντολας αυτου,

6 ας ηναι τωρα το ους σου προσεκτικον και οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι, δια να ακουσης την προσευχην του δουλου σου, την οποιαν ηδη προσευχομαι ενωπιον σου ημεραν και νυκτα υπερ των υιων Ισραηλ των δουλων σου, και εξομολογουμαι τα αμαρτηματα των υιων Ισραηλ, τα οποια ημαρτησαμεν εις σε· και εγω και ο οικος του πατρος μου ημαρτησαμεν.

7 Ολως διεφθαρημεν ενωπιον σου, και δεν εφυλαξαμεν τας εντολας και τα διαταγματα και τας κρισεις, τας οποιας προσεταξας εις τον δουλον σου τον Μωυσην.

8 Ενθυμηθητι, δεομαι, τον λογον, τον οποιον προσεταξας εις τον δουλον σου τον Μωυσην, λεγων, Εαν γεινητε παραβαται, εγω θελω σας διασκορπισει μεταξυ των εθνων·

9 αλλ' εαν επιστρεψητε προς εμε και φυλαξητε τας εντολας μου και εκτελητε αυτας, και αν ηναι απο σας απερριμμενοι εως των εσχατων του ουρανου, και εκειθεν θελω συναξει αυτους και θελω φερει αυτους εις τον τοπον, τον οποιον εξελεξα δια να κατοικισω το ονομα μου εκει.

10 Ουτοι δε ειναι δουλοι σου και λαος σου, τους οποιους ελυτρωσας δια της δυναμεως σου της μεγαλης και δια της χειρος σου της κραταιας.

11 Δεομαι, Κυριε, ας ηναι ηδη το ους σου προσεκτικον εις την προσευχην του δουλου σου και εις την προσευχην των δουλων σου, των θελοντων να φοβωνται το ονομα σου· και ευοδωσον, δεομαι, τον δουλον σου την ημεραν ταυτην, και χαρισον εις αυτον ελεος ενωπιον του ανδρος τουτου. Διοτι εγω ημην οινοχοος του βασιλεως.