1 E depois da morte de Acabe, Moabe se rebelou contra Israel.

2 E caiu Acazias pelas grades de um quarto alto, que tinha em Samaria, e adoeceu; e enviou mensageiros, e disse-lhes: Ide, e perguntai a Baal-Zebube, deus de Ecrom, se sararei desta doença.

3 Mas o anjo do Senhor disse a Elias, o tisbita: Levanta-te, sobe para te encontrares com os mensageiros do rei de Samaria, e dize-lhes: Porventura não há Deus em Israel, para irdes consultar a Baal-Zebube, deus de Ecrom?

4 E por isso assim diz o Senhor: Da cama, a que subiste, não descerás, mas sem falta morrerás. Então Elias partiu.

5 E os mensageiros voltaram para ele; e ele lhes disse: Que há, que voltastes?

6 E eles lhe disseram: Um homem saiu ao nosso encontro, e nos disse: Ide, voltai para o rei que vos mandou, e dizei-lhe: Assim diz o Senhor: Porventura não há Deus em Israel, para que mandes consultar a Baal-Zebube, deus de Ecrom? Portanto da cama, a que subiste, não descerás, mas sem falta morrerás.

7 E ele lhes disse: Qual era a aparência do homem que veio ao vosso encontro e vos falou estas palavras?

8 E eles lhe disseram: Era um homem peludo, e com os lombos cingidos de um cinto de couro. Então disse ele: É Elias, o tisbita.

9 Então o rei lhe enviou um capitão de cinqüenta com seus cinqüenta; e, subindo a ele (porque eis que estava assentado no cume do monte), disse-lhe: Homem de Deus, o rei diz: Desce.

10 Mas Elias respondeu, e disse ao capitão de cinqüenta: Se eu, pois, sou homem de Deus, desça fogo do céu, e te consuma a ti e aos teus cinqüenta. Então fogo desceu do céu, e consumiu a ele e aos seus cinqüenta.

11 E tornou o rei a enviar-lhe outro capitão de cinqüenta, com os seus cinqüenta; ele lhe respondeu, dizendo: Homem de Deus, assim diz o rei: Desce depressa.

12 E respondeu Elias: Se eu sou homem de Deus, desça fogo do céu, e te consuma a ti e aos teus cinqüenta. Então o fogo de Deus desceu do céu, e o consumiu a ele e aos seus cinqüenta.

13 E tornou a enviar um terceiro capitão de cinqüenta, com os seus cinqüenta; então subiu o capitão de cinqüenta e, chegando, pôs-se de joelhos diante de Elias, e suplicou-lhe, dizendo: Homem de Deus, seja, peço-te, preciosa aos teus olhos a minha vida, e a vida destes cinqüenta teus servos.

14 Eis que fogo desceu do céu, e consumiu aqueles dois primeiros capitães de cinqüenta, com os seus cinqüenta; porém, agora seja preciosa aos teus olhos a minha vida.

15 Então o anjo do Senhor disse a Elias: Desce com este, não temas. E levantou-se, e desceu com ele ao rei.

16 E disse-lhe: Assim diz o Senhor: Por que enviaste mensageiros a consultar a Baal-Zebube, deus de Ecrom? Porventura é porque não há Deus em Israel, para consultar a sua palavra? Portanto desta cama, a que subiste, não descerás, mas certamente morrerás.

17 Assim, pois, morreu, conforme a palavra do Senhor, que Elias falara; e Jorão começou a reinar no seu lugar no ano segundo de Jeorão, filho de Jeosafá, rei de Judá; porquanto não tinha filho.

18 O mais dos atos de Acazias, tudo quanto fez, porventura não está escrito no livro das crônicas dos reis de Israel?

1 Μετα δε τον θανατον του Αχααβ, επανεστατησεν ο Μωαβ εναντιον του Ισραηλ.

2 Και επεσεν ο Οχοζιας δια του δρυφρακτου του υπερωου αυτου, το οποιον ητο εν Σαμαρεια, και ηρρωστησε· και απεστειλε μηνυτας, ειπων προς αυτους, Υπαγετε, ερωτησατε τον Βεελ-ζεβουλ, τον θεον της Ακκαρων, αν εχω να αναλαβω απο της αρρωστιας ταυτης.

3 Αλλ' ο αγγελος Κυριου ειπε προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, Σηκωθητι, αναβα εις συναντησιν των μηνυτων του βασιλεως της Σαμαρειας και ειπε προς αυτους, Επειδη δεν ειναι Θεος εν τω Ισραηλ, δια τουτο υπαγετε να ερωτησητε τον Βεελ-ζεβουλ, τον θεον της Ακκαρων;

4 Τωρα λοιπον ουτω λεγει ο Κυριος· Δεν θελεις καταβη απο της κλινης, εις την οποιαν ανεβης, αλλ' εξαπαντος θελεις αποθανει. Και ανεχωρησεν ο Ηλιας.

5 Και επεστρεψαν οι μηνυται προς αυτον· ο δε ειπε προς αυτους, Δια τι επεστρεψατε;

6 Και ειπον προς αυτον, Ανθρωπος τις ανεβη εις συναντησιν ημων και ειπε προς ημας, Υπαγετε, επιστρεψατε προς τον βασιλεα, οστις σας απεστειλε, και ειπατε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος· Επειδη δεν ειναι Θεος εν τω Ισραηλ, δια τουτο στελλεις να ερωτησης τον Βεελ-ζεβουλ, τον θεον της Ακκαρων; δεν θελεις λοιπον καταβη απο της κλινης, εις την οποιαν ανεβης, αλλ' εξαπαντος θελεις αποθανει.

7 Και ειπε προς αυτους, Οποια ητο η μορφη του ανθρωπου, οστις ανεβη εις συναντησιν σας και ελαλησε προς εσας τους λογους τουτους;

8 Και απεκριθησαν προς αυτον, Ανθρωπος δασυτριχος και περιεζωσμενος την οσφυν αυτου με ζωνην δερματινην. Και ειπεν, Ηλιας ο Θεσβιτης ειναι.

9 Τοτε απεστειλεν ο βασιλευς προς αυτον πεντηκονταρχον μετα των πεντηκοντα αυτου. Και ανεβη προς αυτον· και ιδου, εκαθητο επι της κορυφης του ορους. Και ειπε προς αυτον, Ανθρωπε του Θεου, ο βασιλευς ειπε, Καταβα.

10 Και αποκριθεις ο Ηλιας ειπε προς τον πεντηκονταρχον, Εαν εγω ημαι ανθρωπος του Θεου, ας καταβη πυρ εξ ουρανου και ας καταφαγη σε και τους πεντηκοντα σου. Και κατεβη πυρ εκ του ουρανου και κατεφαγεν αυτον και τους πεντηκοντα αυτου.

11 Και απεστειλε προς αυτον παλιν αλλον πεντηκονταρχον μετα των πεντηκοντα αυτου. Και ελαλησε και ειπε προς αυτον, Ανθρωπε του Θεου, ουτω λεγει ο βασιλευς· Ταχεως καταβα.

12 Και αποκριθεις ο Ηλιας ειπε προς αυτους, Εαν εγω ημαι ανθρωπος του Θεου, ας καταβη πυρ εξ ουρανου και ας καταφαγη σε και τους πεντηκοντα σου. Και κατεβη πυρ Θεου εξ ουρανου και κατεφαγεν αυτον και τους πεντηκοντα αυτου.

13 Και παλιν απεστειλε τριτον πεντηκονταρχον μετα των πεντηκοντα αυτου. Και αναβας ο τριτος πεντηκονταρχος ηλθε και εγονατισεν εμπροσθεν του Ηλια και παρεκαλεσεν αυτον και ειπε προς αυτον; Ανθρωπε του Θεου, ας σταθη, δεομαι, αξιοτιμητος εις τους οφθαλμους σου ζωη μου και η ζωη των δουλων σου τουτων των πεντηκοντα·

14 ιδου, κατεβη πυρ εξ ουρανου και κατεκαυσε τους δυο πρωτους πεντηκονταρχους μετα των πεντηκοντα αυτων· ας σταθη λοιπον η ζωη μου αξιοτιμητος εις τους οφθαλμους σου.

15 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Ηλιαν, Καταβα μετ' αυτου· μη φοβηθης απ' αυτου. Και εσηκωθη και κατεβη μετ' αυτου προς τον βασιλεα.

16 Και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος· Επειδη απεστειλας μηνυτας να ερωτησωσι τον Βεελ-ζεβουλ, τον θεον της Ακκαρων, ως εαν δεν ητο Θεος εν τω Ισραηλ δια να ζητησης τον λογον αυτου, δια τουτο δεν θελεις καταβη απο της κλινης, εις την οποιαν ανεβης, αλλ' εξαπαντος θελεις αποθανει.

17 Και απεθανε κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν ο Ηλιας· εβασιλευσε δε αντ' αυτου ο Ιωραμ, εν τω δευτερω ετει του Ιωραμ, υιου του Ιωσαφατ, βασιλεως του Ιουδα· επειδη δεν ειχεν υιον.

18 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Οχοζιου, οσας εκαμε, δεν ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;