1 E Naamã, capitão do exército do rei da Síria, era um grande homem diante do seu senhor, e de muito respeito; porque por ele o Senhor dera livramento aos sírios; e era este homem herói valoroso, porém leproso.

2 E saíram tropas da Síria, da terra de Israel, e levaram presa uma menina que ficou ao serviço da mulher de Naamã.

3 E disse esta à sua senhora: Antes o meu senhor estivesse diante do profeta que está em Samaria; ele o restauraria da sua lepra.

4 Então foi Naamã e notificou ao seu senhor, dizendo: Assim e assim falou a menina que é da terra de Israel.

5 Então disse o rei da Síria: Vai, anda, e enviarei uma carta ao rei de Israel. E foi, e tomou na sua mão dez talentos de prata, seis mil siclos de ouro e dez mudas de roupas.

6 E levou a carta ao rei de Israel, dizendo: Logo, em chegando a ti esta carta, saibas que eu te enviei Naamã, meu servo, para que o cures da sua lepra.

7 E sucedeu que, lendo o rei de Israel a carta, rasgou as suas vestes, e disse: Sou eu Deus, para matar e para vivificar, para que este envie a mim um homem, para que eu o cure da sua lepra? Pelo que deveras notai, peço-vos, e vede que busca ocasião contra mim.

8 Sucedeu, porém, que, ouvindo Eliseu, homem de Deus, que o rei de Israel rasgara as suas vestes, mandou dizer ao rei: Por que rasgaste as tuas vestes? Deixa-o vir a mim, e saberá que há profeta em Israel.

9 Veio, pois, Naamã com os seus cavalos, e com o seu carro, e parou à porta da casa de Eliseu.

10 Então Eliseu lhe mandou um mensageiro, dizendo: Vai, e lava-te sete vezes no Jordão, e a tua carne será curada e ficarás purificado.

11 Porém, Naamã muito se indignou, e se foi, dizendo: Eis que eu dizia comigo: Certamente ele sairá, pôr-se-á em pé, invocará o nome do Senhor seu Deus, e passará a sua mão sobre o lugar, e restaurará o leproso.

12 Não são porventura Abana e Farpar, rios de Damasco, melhores do que todas as águas de Israel? Não me poderia eu lavar neles, e ficar purificado? E voltou-se, e se foi com indignação.

13 Então chegaram-se a ele os seus servos, e lhe falaram, e disseram: Meu pai, se o profeta te dissesse alguma grande coisa, porventura não a farias? Quanto mais, dizendo-te ele: Lava-te, e ficarás purificado.

14 Então desceu, e mergulhou no Jordão sete vezes, conforme a palavra do homem de Deus; e a sua carne tornou-se como a carne de um menino, e ficou purificado.

1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν· και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.

2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην· και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.

3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.

4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.

5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων·

6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.

7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.

8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.

9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.

10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.

11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον·

12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.

13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον· Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;

14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου· και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.