1 Paulo, apóstolo de Jesus Cristo, pela vontade de Deus, segundo a promessa da vida que está em Cristo Jesus,

2 A Timóteo, meu amado filho: Graça, misericórdia, e paz da parte de Deus Pai, e da de Cristo Jesus, Senhor nosso.

3 Dou graças a Deus, a quem desde os meus antepassados sirvo com uma consciência pura, de que sem cessar faço memória de ti nas minhas orações noite e dia;

4 Desejando muito ver-te, lembrando-me das tuas lágrimas, para me encher de gozo;

5 Trazendo à memória a fé não fingida que em ti há, a qual habitou primeiro em tua avó Lóide, e em tua mãe Eunice, e estou certo de que também habita em ti.

6 Por cujo motivo te lembro que despertes o dom de Deus que existe em ti pela imposição das minhas mãos.

7 Porque Deus não nos deu o espírito de temor, mas de fortaleza, e de amor, e de moderação.

8 Portanto, não te envergonhes do testemunho de nosso Senhor, nem de mim, que sou prisioneiro seu; antes participa das aflições do evangelho segundo o poder de Deus,

9 Que nos salvou, e chamou com uma santa vocação; não segundo as nossas obras, mas segundo o seu próprio propósito e graça que nos foi dada em Cristo Jesus antes dos tempos dos séculos;

10 E que é manifesta agora pela aparição de nosso Salvador Jesus Cristo, o qual aboliu a morte, e trouxe à luz a vida e a incorrupção pelo evangelho;

11 Para o que fui constituído pregador, e apóstolo, e doutor dos gentios.

12 Por cuja causa padeço também isto, mas não me envergonho; porque eu sei em quem tenho crido, e estou certo de que é poderoso para guardar o meu depósito até àquele dia.

13 Conserva o modelo das sãs palavras que de mim tens ouvido, na fé e no amor que há em Cristo Jesus.

14 Guarda o bom depósito pelo Espírito Santo que habita em nós.

15 Bem sabes isto, que os que estão na Ásia todos se apartaram de mim; entre os quais foram Figelo e Hermógenes.

16 O Senhor conceda misericórdia à casa de Onesíforo, porque muitas vezes me recreou, e não se envergonhou das minhas cadeias.

17 Antes, vindo ele a Roma, com muito cuidado me procurou e me achou.

18 O Senhor lhe conceda que naquele dia ache misericórdia diante do Senhor. E, quanto me ajudou em Éfeso, melhor o sabes tu.

1 Παυλος, αποστολος Ιησου Χριστου δια θεληματος Θεου κατα την επαγγελιαν της ζωης της εν Χριστω Ιησου,

2 προς Τιμοθεον το αγαπητον τεκνον· ειη χαρις, ελεος, ειρηνη απο Θεου Πατρος και Χριστου Ιησου του Κυριου ημων.

3 Ευχαριστω τον Θεον, τον οποιον λατρευω απο προγονων μετα καθαρας συνειδησεως, οτι αδιαλειπτως σε ενθυμουμαι εν ταις δεησεσι μου νυκτα και ημεραν,

4 επιποθων να σε ιδω, ενθυμουμενος τα δακρυα σου, δια να εμπλησθω χαρας,

5 ανακαλων εις την μνημην μου την εν σοι ανυποκριτον πιστιν, ητις πρωτον κατωκησεν εν τη μαμμη σου Λωιδι και εν τη μητρι σου Ευνικη, ειμαι δε πεπεισμενος οτι και εν σοι.

6 Δια την οποιαν αιτιαν σε υπενθυμιζω να αναζωπυρης το χαρισμα του Θεου, το οποιον ειναι εν σοι δια της επιθεσεως των χειρων μου·

7 διοτι δεν εδωκεν εις ημας ο Θεος πνευμα δειλιας, αλλα δυναμεως και αγαπης και σωφρονισμου.

8 Μη αισχυνθης λοιπον την μαρτυριαν του Κυριου ημων μηδε εμε τον δεσμιον αυτου, αλλα συγκακοπαθησον μετα του ευαγγελιου με την δυναμιν του Θεου,

9 οστις εσωσεν ημας και εκαλεσε με κλησιν αγιαν, ουχι κατα τα εργα ημων, αλλα κατα την εαυτου προθεσιν και χαριν, την δοθεισαν εις ημας εν Χριστω Ιησου προ χρονων αιωνιων,

10 φανερωθεισαν δε τωρα δια της επιφανειας του Σωτηρος ημων Ιησου Χριστου, οστις κατηργησε μεν τον θανατον, εφερε δε εις φως την ζωην και την αφθαρσιαν δια του ευαγγελιου,

11 εις το οποιον εταχθην εγω κηρυξ και αποστολος και διδασκαλος των εθνων.

12 Δια την οποιαν αιτιαν και πασχω ταυτα, πλην δεν επαισχυνομαι· διοτι εξευρω εις τινα επιστευσα, και ειμαι πεπεισμενος οτι ειναι δυνατος να φυλαξη την παρακαταθηκην μου μεχρις εκεινης της ημερας.

13 Κρατει το υποδειγμα των υγιαινοντων λογων, τους οποιους ηκουσας παρ' εμου, μετα πιστεως και αγαπης της εν Χριστω Ιησου.

14 Την καλην παρακαταθηκην φυλαξον δια του Πνευματος του Αγιου του ενοικουντος εν ημιν.

15 Εξευρεις τουτο, οτι με απεστραφησαν παντες οι εν τη Ασια, εκ των οποιων ειναι ο Φυγελλος και ο Ερμογενης.

16 Ειθε ο Κυριος να δωση ελεος εις τον οικον του Ονησιφορου, διοτι πολλακις με παρηγορησε και δεν επησχυνθη την αλυσιν μου,

17 αλλ' οτε ηλθεν εις την Ρωμην, με εζητησε μετα σπουδης πολλης και με ευρεν·

18 ειθε ο Κυριος να δωση εις αυτον να ευρη ελεος παρα Κυριου εν εκεινη τη ημερα· και οσας διακονιας εκαμεν εν Εφεσω, συ εξευρεις καλητερα.