1 Então Moisés convocou toda a congregação dos filhos de Israel, e disse-lhes: Estas são as palavras que o SENHOR ordenou que se cumprissem.

2 Seis dias se trabalhará, mas o sétimo dia vos será santo, o sábado do repouso ao Senhor; todo aquele que nele fizer qualquer trabalho morrerá.

3 Não acendereis fogo em nenhuma das vossas moradas no dia do sábado.

4 Falou mais Moisés a toda a congregação dos filhos de Israel, dizendo: Esta é a palavra que o Senhor ordenou, dizendo:

5 Tomai do que tendes, uma oferta para o Senhor; cada um, cujo coração é voluntariamente disposto, a trará por oferta alçada ao Senhor: ouro, prata e cobre,

6 Como também azul, púrpura, carmesim, linho fino, pêlos de cabras,

7 E peles de carneiros, tintas de vermelho, e peles de texugos, madeira de acácia,

8 E azeite para a luminária, e especiarias para o azeite da unção, e para o incenso aromático.

9 E pedras de ônix, e pedras de engaste, para o éfode e para o peitoral.

10 E venham todos os sábios de coração entre vós, e façam tudo o que o Senhor tem mandado;

11 O tabernáculo, a sua tenda e a sua coberta, os seus colchetes e as suas tábuas, as suas barras, as suas colunas, e as suas bases;

12 A arca e os seus varais, o propiciatório e o véu de cobertura,

13 A mesa e os seus varais, e todos os seus pertences; e os pães da proposição,

14 E o candelabro da luminária, e os seus utensílios, e as suas lâmpadas, e o azeite para a luminária,

15 E o altar do incenso e os seus varais, e o azeite da unção, e o incenso aromático, e a cortina da porta para a entrada do tabernáculo,

16 O altar do holocausto, e o crivo de cobre, os seus varais, e todos os seus pertences, a pia e a sua base,

17 As cortinas do pátio, as suas colunas e as suas bases, e o reposteiro da porta do pátio,

18 As estacas do tabernáculo, e as estacas do pátio, e as suas cordas,

19 As vestes do ministério para ministrar no santuário, as vestes santas de Arão o sacerdote, e as vestes de seus filhos, para administrarem o sacerdócio.

20 Então toda a congregação dos filhos de Israel saiu da presença de Moisés,

21 E veio todo o homem, a quem o seu coração moveu, e todo aquele cujo espírito voluntariamente o excitou, e trouxeram a oferta alçada ao Senhor para a obra da tenda da congregação, e para todo o seu serviço, e para as vestes santas.

22 Assim vieram homens e mulheres, todos dispostos de coração; trouxeram fivelas, e pendentes, e anéis, e braceletes, todos os objetos de ouro; e todo o homem fazia oferta de ouro ao Senhor;

23 E todo o homem que se achou com azul, e púrpura, e carmesim, e linho fino, e pêlos de cabras, e peles de carneiro tintas de vermelho, e peles de texugos, os trazia;

24 Todo aquele que fazia oferta alçada de prata ou de metal, a trazia por oferta alçada ao Senhor; e todo aquele que possuía madeira de acácia, a trazia para toda a obra do serviço.

25 E todas as mulheres sábias de coração fiavam com as suas mãos, e traziam o que tinham fiado, o azul e a púrpura, o carmesim e o linho fino.

26 E todas as mulheres, cujo coração as moveu em habilidade fiavam os pêlos das cabras.

27 E os príncipes traziam pedras de ônix e pedras de engastes para o éfode e para o peitoral,

28 E especiarias, e azeite para a luminária, e para o azeite da unção, e para o incenso aromático.

29 Todo homem e mulher, cujo coração voluntariamente se moveu a trazer alguma coisa para toda a obra que o Senhor ordenara se fizesse pela mão de Moisés; assim os filhos de Israel trouxeram por oferta voluntária ao Senhor.

30 Depois disse Moisés aos filhos de Israel: Eis que o Senhor tem chamado por nome a Bezalel, filho de Uri, filho de Hur, da tribo de Judá.

31 E o Espírito de Deus o encheu de sabedoria, entendimento, ciência e em todo o lavor,

32 E para criar invenções, para trabalhar em ouro, e em prata, e em cobre,

33 E em lapidar de pedras para engastar, e em entalhar madeira, e para trabalhar em toda a obra esmerada.

34 Também lhe dispôs o coração para ensinar a outros; a ele e a Aoliabe, o filho de Aisamaque, da tribo de Dã.

35 Encheu-os de sabedoria do coração, para fazer toda a obra de mestre, até a mais engenhosa, e a do gravador, em azul, e em púrpura, em carmesim, e em linho fino, e do tecelão; fazendo toda a obra, e criando invenções.

1 Και συνηθροισεν ο Μωυσης πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ, και ειπε προς αυτους, Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους προσεταξεν ο Κυριος, δια να καμνητε αυτους.

2 Εξ ημερας θελει γινεσθαι εργασια· η δε εβδομη ημερα θελει εισθαι εις εσας αγια, σαββατον αναπαυσεως εις τον Κυριον· πας οστις καμη εν αυτη εργασιαν θελει θανατωθη·

3 δεν θελετε αναπτει πυρ εν πασαις ταις κατοικιαις υμων την ημεραν του σαββατου.

4 Και ελαλησεν ο Μωυσης προς πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ, λεγων, τουτο ειναι το πραγμα το οποιον ο Κυριος προσεταξε, λεγων,

5 Λαβετε απο ο, τι εχετε προσφοραν εις τον Κυριον· οστις προαιρειται εν τη καρδια αυτου, ας φερη την προσφοραν του Κυριου· χρυσιον και αργυριον και χαλκον,

6 και κυανουν και πορφυρουν και κοκκινον και βυσσον και τριχας αιγων,

7 και δερματα κριων κοκκινοβαφη και δερματα θωων και ξυλον σιττιμ,

8 και ελαιον δια το φως και αρωματα δια το χριστηριον ελαιον και δια το ευωδες θυμιαμα,

9 και λιθους ονυχιτας και λιθους δια να εντεθωσιν εις το εφοδ και εις το περιστηθιον.

10 Και πας συνετος την καρδιαν μεταξυ σας θελει ελθει και καμει παντα οσα προσεταξεν ο Κυριος·

11 την σκηνην, το περικαλυμμα αυτης και την σκεπην αυτης, τας περονας αυτης και τας σανιδας αυτης, τους μοχλους αυτης, τους στυλους αυτης και τα υποβασια αυτης,

12 την κιβωτον και τους μοχλους αυτης, το ιλαστηριον και το καλυπτηριον καταπετασμα,

13 την τραπεζαν και τους μοχλους αυτης και παντα τα σκευη αυτης και τον αρτον της προθεσεως,

14 και την λυχνιαν δια το φως και τα σκευη αυτης και τους λυχνους αυτης και το ελαιον του φωτος,

15 και το θυσιαστηριον του θυμιαματος, και τους μοχλους αυτου και το χριστηριον ελαιον και το ευωδες θυμιαμα και τον ταπητα της θυρας της εισοδου της σκηνης,

16 το θυσιαστηριον του ολοκαυτωματος και την χαλκινην εσχαραν αυτου τους μοχλους αυτου και παντα τα σκευη αυτου, τον νιπτηρα και την βασιν αυτου,

17 τα παραπετασματα της αυλης, τους στυλους αυτης και τα υποβασια αυτων και το παραπετασμα της θυρας της αυλης,

18 τους πασσαλους της σκηνης και τους πασσαλους της αυλης και τα σχοινια αυτων,

19 τας λειτουργικας στολας δια να λειτουργωσιν εν τω αγιω, τας αγιας στολας δια τον Ααρων τον ιερεα και τας στολας των υιων αυτου, δια να ιερατευωσι.

20 Και εξηλθε πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ απ' εμπροσθεν του Μωυσεως.

21 Και ηλθον, πας ανθρωπος του οποιου η καρδια διηγειρεν αυτον· και πας τις τον οποιον το πνευμα αυτου εκαμε προθυμον, εφεραν την προσφοραν του Κυριου δια το εργον της σκηνης του μαρτυριου και δια πασαν την υπηρεσιαν αυτης και δια τας αγιας στολας.

22 Και ηλθον, ανδρες τε και γυναικες, οσοι ησαν προθυμου καρδιας, φεροντες βραχιολια και ενωτια και δακτυλιδια και περιδεραια, παν σκευος χρυσουν· και παντες οσοι προσεφεραν προσφοραν χρυσιον εις τον Κυριον.

23 Και πας ανθρωπος εις τον οποιον ευρισκετο κυανουν και πορφυρουν και κοκκινον και βυσσος και τριχες αιγων και δερματα κριων κοκκινοβαφη και δερματα θωων, εφεραν αυτα.

24 Πας οστις ηδυνατο να καμη προσφοραν αργυριου και χαλκου, εφεραν την προσφοραν του Κυριου· και πας ανθρωπος, εις τον οποιον ευρισκετο ξυλον σιττιμ δια παν εργον της υπηρεσιας, εφεραν αυτο.

25 Και πασα γυνη συνετη την καρδιαν εκλωθον με τας χειρας αυτων και εφερον κεκλωσμενα, το κυανουν και το πορφυρουν, το κοκκινον και την βυσσον.

26 Και πασαι αι γυναικες, των οποιων η καρδια διηγειρεν αυτας εις ευμηχανιαν, εκλωσαν τας τριχας των αιγων.

27 Και οι αρχοντες εφεραν τους λιθους τους ονυχιτας και τους λιθους της ενθεσεως δια το εφοδ και δια το περιστηθιον·

28 και τα αρωματα, και το ελαιον δια το φως και δια το χριστηριον ελαιον και δια το ευωδες θυμιαμα.

29 Οι υιοι Ισραηλ εφεραν προαιρετικην προσφοραν εις τον Κυριον, πας ανηρ και γυνη, των οποιων η καρδια εκαμεν αυτους προθυμους εις το να φερωσι δια πασαν την εργασιαν, την οποιαν προσεταξεν ο Κυριος να γεινη δια χειρος του Μωυσεως.

30 Και ειπεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ, Ιδετε, ο Κυριος εκαλεσεν εξ ονοματος Βεσελεηλ τον υιον του Ουρι, υιου του Ωρ, εκ φυλης Ιουδα·

31 και ενεπλησεν αυτον πνευματος θειου, σοφιας συνεσεως και επιστημης και πασης καλλιτεχνιας·

32 και δια να επινοη εντεχνα εργα, ωστε να εργαζηται εις χρυσιον και εις αργυριον και εις χαλκον·

33 και να γλυφη λιθους ενθεσεως και να σκαλιζη ξυλα δι' εργασιαν, δια παν εντεχνον εργον.

34 Και εδωκεν εις την καρδιαν αυτου το να διδασκη, αυτος και Ελιαβ ο υιος του Αχισαμαχ, εκ φυλης Δαν.

35 Τουτους ενεπλησε συνεσεως καρδιας, δια να εργαζωνται παν εργον εγχαρακτου και καλλιτεχνου και κεντητου εις κυανουν και εις πορφυρουν, εις κοκκινον και εις βυσσον, και υφαντου, των εργαζομενων παν εργον και επινοουντων εντεχνα εργα.