1 Depois chamou Jacó a seus filhos, e disse: Ajuntai-vos, e anunciar-vos-ei o que vos há de acontecer nos dias vindouros;

2 Ajuntai-vos, e ouvi, filhos de Jacó; e ouvi a Israel vosso pai.

3 Rúben, tu és meu primogênito, minha força e o princípio de meu vigor, o mais excelente em alteza e o mais excelente em poder.

4 Impetuoso como a água, não serás o mais excelente, porquanto subiste ao leito de teu pai. Então o contaminaste; subiu à minha cama.

5 Simeão e Levi são irmãos; as suas espadas são instrumentos de violência.

6 No seu secreto conselho não entre minha alma, com a sua congregação minha glória não se ajunte; porque no seu furor mataram homens, e na sua teima arrebataram bois.

7 Maldito seja o seu furor, pois era forte, e a sua ira, pois era dura; eu os dividirei em Jacó, e os espalharei em Israel.

8 Judá, a ti te louvarão os teus irmãos; a tua mão será sobre o pescoço de teus inimigos; os filhos de teu pai a ti se inclinarão.

9 Judá é um leãozinho, da presa subiste, filho meu; encurva-se, e deita-se como um leão, e como um leão velho; quem o despertará?

10 O cetro não se arredará de Judá, nem o legislador dentre seus pés, até que venha Siló; e a ele se congregarão os povos.

11 Ele amarrará o seu jumentinho à vide, e o filho da sua jumenta à cepa mais excelente; ele lavará a sua roupa no vinho, e a sua capa em sangue de uvas.

12 Os olhos serão vermelhos de vinho, e os dentes brancos de leite.

13 Zebulom habitará no porto dos mares, e será como porto dos navios, e o seu termo será para Sidom.

14 Issacar é jumento de fortes ossos, deitado entre dois fardos.

15 E viu ele que o descanso era bom, e que a terra era deliciosa e abaixou seu ombro para acarretar, e serviu debaixo de tributo.

16 Dã julgará o seu povo, como uma das tribos de Israel.

17 Dã será serpente junto ao caminho, uma víbora junto à vereda, que morde os calcanhares do cavalo, e faz cair o seu cavaleiro por detrás.

18 A tua salvação espero, ó Senhor!

19 Quanto a Gade, uma tropa o acometerá; mas ele a acometerá por fim.

20 De Aser, o seu pão será gordo, e ele dará delícias reais.

21 Naftali é uma gazela solta; ele dá palavras formosas.

22 José é um ramo frutífero, ramo frutífero junto à fonte; seus ramos correm sobre o muro.

23 Os flecheiros lhe deram amargura, e o flecharam e odiaram.

24 O seu arco, porém, susteve-se no forte, e os braços de suas mãos foram fortalecidos pelas mãos do Valente de Jacó (de onde é o pastor e a pedra de Israel).

25 Pelo Deus de teu pai, o qual te ajudará, e pelo Todo-Poderoso, o qual te abençoará com bênçãos dos altos céus, com bênçãos do abismo que está embaixo, com bênçãos dos seios e da madre.

26 As bênçãos de teu pai excederão as bênçãos de meus pais, até à extremidade dos outeiros eternos; elas estarão sobre a cabeça de José, e sobre o alto da cabeça do que foi separado de seus irmãos.

27 Benjamim é lobo que despedaça; pela manhã comerá a presa, e à tarde repartirá o despojo.

28 Todas estas são as doze tribos de Israel; e isto é o que lhes falou seu pai quando os abençoou; a cada um deles abençoou segundo a sua bênção.

29 Depois ordenou-lhes, e disse-lhes: Eu me congrego ao meu povo; sepultai-me com meus pais, na cova que está no campo de Efrom, o heteu,

30 Na cova que está no campo de Macpela, que está em frente de Manre, na terra de Canaã, a qual Abraão comprou com aquele campo de Efrom, o heteu, por herança de sepultura.

31 Ali sepultaram a Abraão e a Sara sua mulher; ali sepultaram a Isaque e a Rebeca sua mulher; e ali eu sepultei a Lia.

32 O campo e a cova que está nele, foram comprados aos filhos de Hete.

33 Acabando, pois, Jacó de dar instruções a seus filhos, encolheu os pés na cama, e expirou, e foi congregado ao seu povo.

1 Εκαλεσε δε ο Ιακωβ τους υιους αυτου και ειπε, Συναχθητε, δια να σας αναγγειλω τι μελλει να συμβη εις εσας εν ταις εσχαταις ημεραις·

2 συναχθητε και ακουσατε, υιοι του Ιακωβ, και ακροασθητε τον Ισραηλ τον πατερα σας.

3 Ρουβην ο πρωτοτοκος μου, συ ισχυς μου και αρχη των δυναμεων μου, εξοχος κατα την αξιαν και εξοχος κατα την δυναμιν.

4 Εξεβρασας ως υδωρ· δεν θελεις εχει την υπεροχην· διοτι ανεβης επι την κλινην του πατρος σου· τοτε εμιανας αυτην· επι την κλινην μου ανεβη.

5 Συμεων και Λευι οι αδελφοι, οργανα αδικιας ειναι αι μαχαιραι αυτων·

6 εις την βουλην αυτων μη εισελθης, ψυχη μου· εις την συνελευσιν αυτων μη ενωθης, τιμη μου· διοτι εν τω θυμω αυτων εφονευσαν ανθρωπους και εν τω πεισματι αυτων κατηδαφισαν τειχος.

7 Επικαταρατος ο θυμος αυτων, διοτι ητο αυθαδης· και η οργη αυτων, διοτι ητο σκληρα· θελω διαμοιρασει αυτους εις τον Ιακωβ, και θελω διασκορπισει αυτους εις τον Ισραηλ.

8 Ιουδα, σε θελουσι επαινεσει οι αδελφοι σου· η χειρ σου θελει εισθαι επι τον τραχηλον των εχθρων σου· οι υιοι του πατρος σου θελουσι σε προσκυνησει·

9 σκυμνος λεοντος ειναι ο Ιουδας· εκ του θηρευματος, υιε μου, ανεβης· αναπεσων εκοιμηθη ως λεων και ως σκυμνος λεοντος· τις θελει εγειρει αυτον;

10 Δεν θελει εκλειψει το σκηπτρον εκ του Ιουδα ουδε νομοθετης εκ μεσου των ποδων αυτου, εωσου ελθη ο Σηλω· και εις αυτον θελει εισθαι η υπακοη των λαων.

11 Εις την αμπελον δενει το πωλαριον αυτου, και εις τον εκλεκτον βλαστον το παιδιον της ονου αυτου· θελει πλυνει εν οινω το ενδυμα αυτου και εν τω αιματι της σταφυλης το περιβολαιον αυτου·

12 Οι οφθαλμοι αυτου θελουσιν εισθαι ερυθροι εκ του οινου και οι οδοντες αυτου λευκοι εκ του γαλακτος.

13 Ο Ζαβουλων θελει κατοικησει εν λιμενι θαλασσης και θελει εισθαι εν λιμενι πλοιων· το δε οριον αυτου θελει εκταθη εως Σιδωνος.

14 Ο Ισσαχαρ ειναι ονος δυνατος, κοιτωμενος εν τω μεσω των επαυλεων·

15 Και ιδων οτι η αναπαυσις ητο καλη και ο τοπος τερπνος, εκλινε τον ωμον αυτου εις φορτιον και εγεινε δουλος υποτελης.

16 Ο Δαν θελει κρινει τον λαον αυτου, ως μια εκ των φυλων του Ισραηλ·

17 Ο Δαν θελει εισθαι οφις επι της οδου, ασπις επι της τριβου, δακνων τας πτερνας του ιππου, ωστε ο ιππευς αυτου θελει πιπτει εις τα οπισω.

18 Την σωτηριαν σου περιεμεινα, Κυριε.

19 Τον Γαδ θελουσι πειρατευσει πειραται· πλην και αυτος εις το τελος θελει πειρατευσει.

20 Του Ασηρ ο αρτος θελει εισθαι παχυς· και αυτος θελει διδει βασιλικας τρυφας.

21 Ο Νεφθαλι ειναι ελαφος απολελυμενη, διδων λογους αρεστους.

22 Ο Ιωσηφ, κλαδος καρποφορος, κλαδος καρποφορος πλησιον πηγης, του οποιου οι βλαστοι εκτεινονται επι του τοιχου·

23 Οι τοξοται επικραναν αυτον και ετοξευσαν κατ' αυτου, και εχθρευθησαν αυτον.

24 Αλλα το τοξον αυτου εμεινε δυνατον και οι βραχιονες των χειρων αυτου ενεδυναμωθησαν δια των χειρων του ισχυρου Θεου του Ιακωβ· εκειθεν ο ποιμην, η πετρα του Ισραηλ·

25 και τουτο δια του Θεου του πατρος σου, οστις θελει σε βοηθει, και δια του Παντοδυναμου, οστις θελει σε ευλογει, ευλογιας του ουρανου ανωθεν, ευλογιας της αβυσσου κατωθεν, ευλογιας των μαστων και της μητρας·

26 Αι ευλογιαι του πατρος σου υπερισχυσαν υπερ τας ευλογιας των προγονων μου εως των υψηλων κορυφων των αιωνιων ορεων· θελουσιν εισθαι επι της κεφαλης του Ιωσηφ και επι της κορυφης του εκλεκτου μεταξυ των αδελφων αυτου.

27 Ο Βενιαμιν θελει εισθαι λυκος αρπαξ· το πρωι θελει κατατρωγει θηραμα, και το εσπερας θελει διαιρει λαφυρα.

28 Παντες ουτοι ειναι αι δωδεκα φυλαι του Ισραηλ, και τουτο ειναι το οποιον ελαλησε προς αυτους ο πατηρ αυτων και ευλογησεν αυτους· εκαστον κατα την ευλογιαν αυτου ευλογησεν αυτους.

29 Και παρηγγειλεν εις αυτους και ειπε προς αυτους, Εγω προστιθεμαι εις τον λαον μου· θαψατε με μετα των πατερων μου εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Εφρων του Χετταιου·

30 εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Μαχπελαχ τω απεναντι της Μαμβρη εν τη γη Χανααν, το οποιον ο Αβρααμ ηγορασε μετα του αγρου παρα του Εφρων του Χετταιου δια κτημα μνημειου·

31 εκει εθαψαν τον Αβρααμ και την Σαρραν την γυναικα αυτου· εκει εθαψαν τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν την γυναικα αυτου· και εκει εθαψα εγω την Λειαν·

32 η αγορα του αγρου και του σπηλαιου του εν αυτω εγεινε παρα των υιων του Χετ.

33 Και αφου ετελειωσεν ο Ιακωβ παραγγελλων εις τους υιους αυτου, εσυρε τους ποδας αυτου επι την κλινην και εξεπνευσε· και προσετεθη εις τον λαον αυτου.