1 Oh! se a minha cabeça se tornasse em águas, e os meus olhos numa fonte de lágrimas! Então choraria de dia e de noite os mortos da filha do meu povo.

2 Oh! se tivesse no deserto uma estalagem de caminhantes! Então deixaria o meu povo, e me apartaria dele, porque todos eles são adúlteros, um bando de aleivosos.

3 E encurvam a língua como se fosse o seu arco, para a mentira; fortalecem-se na terra, mas não para a verdade; porque avançam de malícia em malícia, e a mim não me conhecem, diz o Senhor.

4 Guardai-vos cada um do seu próximo, e de irmão nenhum vos fieis; porque todo o irmão não faz mais do que enganar, e todo o próximo anda caluniando.

5 E zombará cada um do seu próximo, e não falam a verdade; ensinam a sua língua a falar a mentira, andam-se cansando em proceder perversamente.

6 A tua habitação está no meio do engano; pelo engano recusam conhecer-me, diz o Senhor.

7 Portanto assim diz o Senhor dos Exércitos: Eis que eu os fundirei e os provarei; pois, de que outra maneira procederia com a filha do meu povo?

8 Uma flecha mortífera é a língua deles; fala engano; com a sua boca fala cada um de paz com o seu próximo mas no seu coração arma-lhe ciladas.

9 Porventura por estas coisas não os castigaria? diz o Senhor; ou não se vingaria a minha alma de nação tal como esta?

10 Pelos montes levantarei choro e pranto, e pelas pastagens do deserto lamentação; porque já estão queimadas, e ninguém passa por elas; nem se ouve mugido de gado; desde as aves dos céus, até os animais, andaram vagueando, e fugiram.

11 E farei de Jerusalém montões de pedras, morada de chacais, e das cidades de Judá farei assolação, de sorte que não haja habitante.

12 Quem é o homem sábio, que entenda isto? e a quem falou a boca do Senhor, para que o possa anunciar? Por que razão pereceu a terra, e se queimou como deserto, sem que ninguém passa por ela?

13 E disse o Senhor: Porque deixaram a minha lei, que pus perante eles, e não deram ouvidos à minha voz, nem andaram nela,

14 Antes andaram após o propósito do seu próprio coração, e após os baalins, como lhes ensinaram os seus pais.

15 Portanto assim diz o Senhor dos Exércitos, Deus de Israel: Eis que darei de comer losna a este povo, e lhe darei a beber água de fel.

16 E os espalharei entre gentios, que não conheceram, nem eles nem seus pais, e mandarei a espada após eles, até que venha a consumi-los.

17 Assim diz o Senhor dos Exércitos: Considerai, e chamai carpideiras que venham; e mandai procurar mulheres hábeis, para que venham.

18 E se apressem, e levantem o seu lamento sobre nós; e desfaçam-se em lágrimas os nossos olhos, e as nossas pálpebras destilem águas.

19 Porque uma voz de pranto se ouviu de Sião: Como estamos arruinados! Estamos mui envergonhados, porque deixamos a terra, e por terem eles lançado fora as nossas moradas.

20 Ouvi, pois, vós, mulheres, a palavra do Senhor, e os vossos ouvidos recebam a palavra da sua boca; e ensinai o pranto a vossas filhas, e cada uma à sua vizinha a lamentação;

21 Porque a morte subiu pelas nossas janelas, e entrou em nossos palácios, para exterminar as crianças das ruas e os jovens das praças.

22 Fala: Assim diz o Senhor: Até os cadáveres dos homens jazerão como esterco sobre a face do campo, e como gavela atrás do segador, e não há quem a recolha.

23 Assim diz o Senhor: Não se glorie o sábio na sua sabedoria, nem se glorie o forte na sua força; não se glorie o rico nas suas riquezas,

24 Mas o que se gloriar, glorie-se nisto: em me entender e me conhecer, que eu sou o Senhor, que faço beneficência, juízo e justiça na terra; porque destas coisas me agrado, diz o Senhor.

25 Eis que vêm dias, diz o Senhor, em que castigarei a todo o circuncidado com o incircunciso.

26 Ao Egito, e a Judá, e a Edom, e aos filhos de Amom, e a Moabe, e a todos os que cortam os cantos do seu cabelo, que habitam no deserto; porque todas as nações são incircuncisas, e toda a casa de Israel é incircuncisa de coração.

1 Ειθε να ητο η κεφαλη μου υδατα και οι οφθαλμοι μου πηγη δακρυων, δια να κλαιω ημεραν και νυκτα τους πεφονευμενους της θυγατρος του λαου μου.

2 Ειθε να ειχον εν τη ερημω καταλυμα οδοιπορων, δια να εγκαταλειψω τον λαον μου και να απελθω απ' αυτων· διοτι παντες ειναι μοιχοι, αθροισμα απιστων.

3 Ενετειναν και την γλωσσαν αυτων ως τοξον ψευδους· και ισχυσαν επι της γης, ουχι υπερ της αληθειας· διοτι προχωρουσιν απο κακιας εις κακιαν και εμε δεν γνωριζουσι, λεγει Κυριος.

4 Φυλαττεσθε εκαστος απο του πλησιον αυτου και επ' ουδενα αδελφον μη πεποιθατε· διοτι πας αδελφος θελει παντοτε υποσκελιζει και πας πλησιον θελει περιπατει εν δολιοτητι.

5 Και θελουσιν απατα εκαστος τον πλησιον αυτου και δεν θελουσι λαλει την αληθειαν· εδιδαξαν την γλωσσαν αυτων να λαλη ψευδη, αποκαμνουσι πραττοντες ανομιαν.

6 Η κατοικια σου ειναι εν μεσω δολιοτητος· εν τη δολιοτητι αρνουνται να με γνωρισωσι, λεγει Κυριος.

7 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Ιδου, θελω βαλει αυτους εν χωνευτηριω και θελω δοκιμασει αυτους· διοτι πως θελω καμει ενεκεν της θυγατρος του λαου μου;

8 Η γλωσσα αυτων ειναι βελος εξακοντιζομενον· λαλει δολια· εκαστος λαλει ειρηνικα δια του στοματος αυτου προς τον πλησιον αυτου, πλην εν τη καρδια αυτου στηνει ενεδραν κατ' αυτου.

9 Δεν θελω επισκεφθη αυτους δια ταυτα; λεγει Κυριος· η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου;

10 Δια τα ορη θελω αναλαβει κλαυθμον και θρηνον και δια τας βοσκας της ερημου οδυρμον, διοτι ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ανθρωπος διαβαινων, ουδε ακουεται φωνη ποιμνιου· απο του πτηνου του ουρανου εως του κτηνους, εφυγον, απηλθον.

11 Και θελω καταστησει την Ιερουσαλημ εις σωρους, κατοικιαν θωων· και τας πολεις του Ιουδα θελω καμει ερημωσιν, ωστε να μη υπαρχη ο κατοικων.

12 Τις ειναι ο ανθρωπος ο σοφος, οστις δυναται να εννοηση τουτο; και προς τον οποιον ελαλησε το στομα του Κυριου, δια να αναγγειλη αυτο, δια τι η γη εχαθη, ηφανισθη ως ερημος, ωστε να μη υπαρχη ο διαβαινων;

13 Και ειπε Κυριος, διοτι εγκατελιπον τον νομον μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν αυτων και δεν υπηκουσαν εις την φωνην μου και δεν περιεπατησαν εν αυτω·

14 αλλα περιεπατησαν οπισω της ορεξεως της καρδιας αυτων και οπισω των Βααλειμ, τα οποια οι πατερες αυτων εδιδαξαν αυτους·

15 δια τουτο, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ιδου, εγω θελω θρεψει αυτους, τον λαον τουτον· με αψινθιον και υδωρ χολης θελω ποτισει αυτους·

16 και θελω διασκορπισει αυτους εν τοις εθνεσι, τα οποια αυτοι και οι πατερες αυτων δεν εγνωρισαν· και θελω αποστειλει την μαχαιραν οπισω αυτων, εωσου αναλωσω αυτους.

17 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Συλλογισθητε και καλεσατε τας θρηνουσας να ελθωσι· και αποστειλατε δια τας σοφας να ελθωσι·

18 και ας σπευσωσι και ας αναλαβωσιν οδυρμον περι ημων και ας καταβιβασωσιν οι οφθαλμοι ημων δακρυα και τα βλεφαρα ημων ας ρευσωσιν υδατα.

19 Διοτι φωνη θρηνου ηκουσθη απο Σιων, Πως απωλεσθημεν· κατησχυνθημεν σφοδρα, διοτι εγκατελιπομεν την γην, διοτι αι κατοικιαι ημων εξερριψαν ημας.

20 Ακουσατε λοιπον, γυναικες, τον λογον του Κυριου, και ας δεχθη το ωτιον σας τον λογον του στοματος αυτου, και διδαξατε τας θυγατερας σας οδυρμον και εκαστη την πλησιον αυτης θρηνον.

21 Διοτι θανατος ανεβη δια των θυριδων ημων, εισηλθεν εις τα παλατια ημων, δια να εκκοψη τα νηπια απο των οδων τους νεους απο των πλατειων.

22 Ειπε, Ουτω λεγει Κυριος· Και τα πτωματα των ανθρωπων θελουσι ριφθη ως κοπρια επι προσωπον αγρου και ως δραγμα οπισω θεριστου, και δεν θελει υπαρχει ο συναγων.

23 Ουτω λεγει Κυριος· Ας μη καυχαται ο σοφος εις την σοφιαν αυτου, και ας μη καυχαται ο δυνατος εις την δυναμιν αυτου, ας μη καυχαται ο πλουσιος εις τον πλουτον αυτου·

24 αλλ' ο καυχωμενος ας καυχαται εις τουτο, οτι εννοει και γνωριζει εμε, οτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο ποιων ελεος, κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης· επειδη εις ταυτα ευαρεστουμαι, λεγει Κυριος.

25 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει επισκεψιν επι παντας τους περιτετμημενους μετα των απεριτμητων·

26 επι την Αιγυπτον και επι τον Ιουδαν και επι τον Εδωμ και επι τους υιους Αμμων και επι τον Μωαβ και επι παντας τους περικειροντας την κομην, τους κατοικουντας εν τη ερημω· διοτι παντα τα εθνη ειναι απεριτμητα και πας ο οικος Ισραηλ απεριτμητος την καρδιαν.