1 Então Jerubaal (que é Gideão) se levantou de madrugada, e todo o povo que com ele havia, e se acamparam junto à fonte de Harode, de maneira que tinha o arraial dos midianitas para o norte, no vale, perto do outeiro de Moré.

2 E disse o Senhor a Gideão: Muito é o povo que está contigo, para eu dar aos midianitas em sua mão; a fim de que Israel não se glorie contra mim, dizendo: A minha mão me livrou.

3 Agora, pois, apregoa aos ouvidos do povo, dizendo: Quem for medroso e tímido, volte, e retire-se apressadamente das montanhas de Gileade. Então voltaram do povo vinte e dois mil, e dez mil ficaram.

4 E disse o Senhor a Gideão: Ainda há muito povo; faze-os descer às águas, e ali os provarei; e será que, daquele de que eu te disser: Este irá contigo, esse contigo irá; porém de todo aquele, de que eu te disser: Este não irá contigo, esse não irá.

5 E fez descer o povo às águas. Então o Senhor disse a Gideão: Qualquer que lamber as águas com a sua língua, como as lambe o cão, esse porás à parte; como também a todo aquele que se abaixar de joelhos a beber.

6 E foi o número dos que lamberam, levando a mão à boca, trezentos homens; e todo o restante do povo se abaixou de joelhos a beber as águas.

7 E disse o Senhor a Gideão: Com estes trezentos homens que lamberam as águas vos livrarei, e darei os midianitas na tua mão; portanto, todos os demais se retirem, cada um ao seu lugar.

8 E o povo tomou na sua mão a provisão e as suas buzinas, e enviou a todos os outros homens de Israel cada um à sua tenda, porém os trezentos homens reteve; e estava o arraial dos midianitas embaixo, no vale.

9 E sucedeu que, naquela mesma noite, o Senhor lhe disse: Levanta-te, e desce ao arraial, porque o tenho dado na tua mão.

10 E, se ainda temes descer, desce tu e teu moço Purá, ao arraial;

11 E ouvirás o que dizem, e então, fortalecidas as tuas mãos descerás ao arraial. Então desceu ele com o seu moço Purá até ao extremo das sentinelas que estavam no arraial.

12 E os midianitas, os amalequitas, e todos os filhos do oriente jaziam no vale como gafanhotos em multidão; e eram inumeráveis os seus camelos, como a areia que há na praia do mar.

13 Chegando, pois, Gideão, eis que estava contando um homem ao seu companheiro um sonho, e dizia: Eis que tive um sonho, eis que um pão de cevada torrado rodava pelo arraial dos midianitas, e chegava até à tenda, e a feriu, e caiu, e a transtornou de cima para baixo; e ficou caída.

14 E respondeu o seu companheiro, e disse: Não é isto outra coisa, senão a espada de Gideão, filho de Joás, varão israelita. Deus tem dado na sua mão aos midianitas, e todo este arraial.

15 E sucedeu que, ouvindo Gideão a narração deste sonho, e a sua explicação, adorou; e voltou ao arraial de Israel, e disse: Levantai-vos, porque o Senhor tem dado o arraial dos midianitas nas nossas mãos.

16 Então dividiu os trezentos homens em três companhias; e deu-lhes a cada um, nas suas mãos, buzinas, e cântaros vazios, com tochas neles acesas.

17 E disse-lhes: Olhai para mim, e fazei como eu fizer; e eis que, chegando eu à extremidade do arraial, será que, como eu fizer, assim fareis vós.

18 Tocando eu a buzina, eu e todos os que comigo estiverem, então também vós tocareis a buzina ao redor de todo o arraial, e direis: Espada do Senhor, e de Gideão.

19 Chegou, pois, Gideão, e os cem homens que com ele iam, ao extremo do arraial, ao princípio da vigília da meia-noite, havendo sido de pouco trocadas as guardas; então tocaram as buzinas, e quebraram os cântaros, que tinham nas mãos.

20 Assim tocaram as três companhias as buzinas, e quebraram os cântaros; e tinham nas suas mãos esquerdas as tochas acesas, e nas suas mãos direitas as buzinas, para tocarem, e clamaram: Espada do Senhor, e de Gideão.

21 E conservou-se cada um no seu lugar ao redor do arraial; então todo o exército pôs-se a correr e, gritando, fugiu.

22 Tocando, pois, os trezentos as buzinas, o Senhor tornou a espada de um contra o outro, e isto em todo o arraial, que fugiu para Zererá, até Bete-Sita, até aos limites de Abel-Meolá, acima de Tabate.

23 Então os homens de Israel, de Naftali, de Aser e de todo o Manassés foram convocados, e perseguiram aos midianitas.

24 Também Gideão enviou mensageiros a todas as montanhas de Efraim, dizendo: Descei ao encontro dos midianitas, e tomai-lhes as águas até Bete-Bara, e também o Jordão. Convocados, pois, todos os homens de Efraim, tomaram-lhes as águas até Bete-Bara e o Jordão.

25 E prenderam a dois príncipes dos midianitas, a Orebe e a Zeebe; e mataram a Orebe na penha de Orebe, e a Zeebe mataram no lagar de Zeebe, e perseguiram aos midianitas; e trouxeram as cabeças de Orebe e de Zeebe a Gideão, além do Jordão.

1 Τοτε ο Ιεροβααλ, οστις ειναι ο Γεδεων, εξηγερθη πρωι, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, και εστρατοπεδευσαν πλησιον της πηγης Αρωδ· το δε στρατοπεδον των Μαδιανιτων ητο κατα το βορειον αυτων, προς τον λοφον Μορεχ εν τη κοιλαδι.

2 Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Πολυς ειναι ο λαος ο μετα σου ωστε να παραδωσω τους Μαδιανιτας εις την χειρα αυτου, μηπως ο Ισραηλ καυχηθη εναντιον μου, λεγων, Η χειρ μου με εσωσε·

3 τωρα λοιπον κηρυξον εις επηκοον του λαου, λεγων, Οστις ειναι δειλος και φοβουμενος, ας στρεψη και ας σπευση απο του ορους Γαλααδ. Και εστρεψαν εκ του λαου εικοσιδυο χιλιαδες· και εμειναν δεκα χιλιαδες.

4 Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Ο λαος ειναι ετι πολυς· καταβιβασον αυτους εις το υδωρ, και εκει θελω εκκαθαρισει αυτους εις σε· και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος θελει ελθει μετα σου, αυτος θελει ελθει μετα σου· και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος δεν θελει ελθει μετα σου, αυτος δεν θελει ελθει.

5 Και κατεβιβασε τον λαον εις το υδωρ· και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Πας οστις λαψη με την γλωσσαν αυτου απο του υδατος, καθως λαπτει ο σκυλος, τουτον θελεις στησει χωριστα· και πας οστις καμψη τα γονατα αυτου δια να πιη.

6 Και ο αριθμος των λαπτοντων με την χειρα αυτων προς το στομα αυτων ητο τριακοσιοι ανδρες· απαν δε το επιλοιπον του λαου εκαμψε τα γονατα αυτων δια να πιωσιν υδωρ.

7 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Δια των τριακοσιων ανδρων, οιτινες ελαψαν, θελω σωσει υμας, και θελω παραδωσει τους Μαδιανιτας εις την χειρα σου· απαν δε το επιλοιπον του λαου ας υπαγωσιν εκαστος εις τον τοπον αυτου.

8 Ελαβε λοιπον ο λαος τας τροφας εις τας χειρας αυτων και τας σαλπιγγας αυτων· και απεπεμψεν απαν το επιλοιπον του Ισραηλ, εκαστον εις την σκηνην αυτου, και εκρατησε τους τριακοσιους ανδρας. Και το στρατοπεδον του Μαδιαμ ητο υποκατω αυτων εν τη κοιλαδι.

9 Και την αυτην νυκτα ειπε προς αυτον ο Κυριος, Σηκωθητι, καταβα εις το στρατοπεδον· διοτι παρεδωκα αυτο εις την χειρα σου·

10 αλλ' εαν φοβησαι να καταβης, καταβα συ και ο Φουρα ο δουλος σου εις το στρατοπεδον·

11 και θελεις ακουσει τι λεγουσι· και μετα ταυτα αι χειρες σου θελουσιν ενδυναμωθη, και θελεις καταβη εις το στρατοπεδον. Και κατεβη αυτος μετα του Φουρα του δουλου αυτου εως της προφυλακης του στρατοπεδου.

12 Ο δε Μαδιαμ και ο Αμαληκ και παντες οι κατοικοι της ανατολης ησαν εξηπλωμενοι εν τη κοιλαδι ως ακριδες κατα το πληθος· και αι καμηλοι αυτων αναριθμητοι ως η αμμος παρα το χειλος της θαλασσης κατα το πληθος.

13 Και οτε ηλθεν ο Γεδεων, ιδου, ανθρωπος τις διηγειτο προς τον πλησιον αυτου ονειρον και ελεγεν, Ιδου, ωνειρευθην ονειρον και ιδου, ψωμιον κριθινον κυλιομενον εν τω στρατοπεδω του Μαδιαμ ηλθεν εις τας σκηνας και εκτυπησεν αυτας, και επεσον· και ανετρεψεν αυτας, και επεσον αι σκηναι.

14 Και απεκριθη ο πλησιον αυτου και ειπε, Τουτο δεν ειναι, ειμη η ρομφαια του Γεδεων, υιου του Ιωας, ανδρος Ισραηλιτου· ο Θεος παρεδωκεν εις την χειρα αυτου τον Μαδιαμ και απαν το στρατοπεδον.

15 Και ως ηκουσεν ο Γεδεων την διηγησιν του ονειρου και την εξηγησιν αυτου, προσεκυνησε και επεστρεψεν εις το στρατοπεδον του Ισραηλ και ειπε, Σηκωθητε· διοτι ο Κυριος παρεδωκεν εις την χειρα σας το στρατοπεδον του Μαδιαμ.

16 Και διηρεσε τους τριακοσιους ανδρας εις τρια σωματα, και εδωκε σαλπιγγας εις τας χειρας παντων τουτων και υδριας κενας και λαμπαδας εν ταις υδριαις.

17 Και ειπε προς αυτους, Βλεπετε προς εμε και καμετε παρομοιως· και ιδου, οταν εγω φθασω εις το ακρον του στρατοπεδου, καθως εγω καμω, ουτω θελετε καμει·

18 οταν σαλπισω δια της σαλπιγγος, εγω και παντες οι μετ' εμου, τοτε θελετε σαλπισει και σεις δια των σαλπιγγων κυκλω παντος του στρατοπεδου και θελετε ειπει, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.

19 Ο Γεδεων λοιπον και οι εκατον ανδρες οι μετ' αυτου ηλθον εις το ακρον του στρατοπεδου περι τας αρχας της μεσης φυλακης· μολις ειχον καταστησει τους φυλακας· και εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας τας εις τας χειρας αυτων.

20 Και τα τρια σωματα εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας και εκρατουν τας λαμπαδας εις τας αριστερας αυτων χειρας και τας σαλπιγγας εις τας δεξιας αυτων χειρας δια να σαλπιζωσι· και ανεκραζον, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.

21 Και εσταθη εκαστος εν τω τοπω αυτου κυκλω του στρατοπεδου· και απαν το στρατευμα διετρεχε και εφωναζε και εφευγε.

22 Και οι τριακοσιοι εσαλπισαν δια των σαλπιγγων· και εστρεψεν ο Κυριος καθ' ολον το στρατοπεδον την ρομφαιαν εκαστου εναντιον του πλησιον αυτου· και το στρατευμα εφυγεν εις Βαιθ-ασεττα προς Ζερεραθ, εως του χειλους του Αβελ-μεολα προς Ταβαθ.

23 Και συνηχθησαν οι ανδρες Ισραηλ απο Νεφθαλι και απο Ασηρ και απο παντος του Μανασση, και κατεδιωξαν οπισω του Μαδιαμ.

24 Και απεστειλεν ο Γεδεων μηνυτας προς απαν το ορος Εφραιμ, λεγων, Καταβητε δια να συναντησητε τον Μαδιαμ, και προκαταλαβετε προ αυτων τα υδατα εως Βαιθ-βαρα και τον Ιορδανην. Τοτε συνηχθησαν παντες οι ανδρες Εφραιμ και προκατελαβον τα υδατα εως Βαιθ-βαρα και τον Ιορδανην.

25 Και συνελαβον δυο αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ· και εθανατωσαν τον Ωρηβ επι του βραχου Ωρηβ, τον δε Ζηβ εθανατωσαν επι του ληνου Ζηβ· και κατεδιωξαν τον Μαδιαμ και εφεραν την κεφαλην του Ωρηβ και του Ζηβ προς τον Γεδεων εκ του περαν του Ιορδανου.