1 Ja ma nägin, kuidas Tall võttis lahti ühe seitsmest pitserist, ja ma kuulsin üht neljast olendist otsekui pikse häälega ütlevat: „Tule!"
2 Ja ma vaatasin, ja näe: valge hobune; ja ta seljas istujal oli amb käes; ja talle anti pärg ja ta väljus võites ja võitu saavutama.
3 Ja kui Tall võttis lahti teise pitseri, kuulsin ma teist olendit ütlevat: „Tule!"
4 Ja väljus teine hobune, tulipunane, ja ta seljas istujal lasti rahu maa pealt ära võtta, et inimesed üksteist tapaksid; ja temale anti suur mõõk.
5 Ja kui Tall võttis lahti kolmanda pitseri, kuulsin ma kolmandat olendit ütlevat: „Tule!" Ja ma vaatasin, ja näe: must hobune, ja tema seljas istujal olid kaalud käes.
6 Ja ma kuulsin otsekui häält nelja olendi keskelt ütlevat: „Mõõt nisu teenari eest ja kolm mõõtu otri teenari eest; ja õlile ega viinale ära tee kahju!"
7 Ja kui Ta võttis lahti neljanda pitseri, kuulsin ma neljanda olendi häält ütlevat: „Tule!"
8 Ja ma vaatasin, ja näe, tuhkur hobune, ja kes tema seljas istus, selle nimi oli Surm, ja Surmavald käis ühes temaga; ja neile anti meelevald neljanda osa ilmamaa üle, tappa mõõga ja nälja ja surmaga ja maapealsete kiskjate elajate abil.
9 Ja kui Ta võttis lahti viienda pitseri, siis ma nägin altari all nende hingi, kes olid tapetud Jumala sõna pärast ja tunnistuse pärast, mis neil oli.
10 Ja nad kisendasid suure häälega ning ütlesid: „Oh Püha ja Tõeline Valitseja, kui kaua Sa ei mõista kohut ega tasu kätte meie verd neile, kes elavad maa peal?"
11 Ja neile anti igaühele pikk valge rüü, ja neile öeldi, et nad oleksid rahul veel natuke aega, kuni saab täis nende kaassulaste ja nende vendade arv, kes tapetakse nõnda nagu nemadki.
12 Ja ma nägin, kui Ta võttis lahti kuuenda pitseri, et siis sündis suur maavärisemine, ja päike läks mustaks nagu karvane kotiriie ja kuu läks kogunisti nagu vereks;
13 ja taevatähed kukkusid maha, otsekui viigipuu ajab maha oma toored marjad, kui suur tuul teda raputab;
14 ja taevas veeres ära nagu rullraamat, ja kõik mäed ja saared nihkusid oma paigust;
15 ja ilmamaa kuningad ja suured isandad ja sõjapealikud ja rikkad ja võimumehed ja kõik orjad ja kõik vabad pugesid varjule koobastesse ja mägede kaljudesse,
16 ja nad ütlesid mägedele ja kaljudele: „Langege meie peale ja varjake meid Selle palge eest, Kes aujärjel istub, ja Talle viha eest!
17 Sest on tulnud Tema suur vihapäev, ja kes võib püsida?"
1 και ειδον οτε ηνοιξεν το αρνιον μιαν εκ των σφραγιδων και ηκουσα ενος εκ των τεσσαρων ζωων λεγοντος ως φωνης βροντης ερχου και βλεπε
2 και ειδον και ιδου ιππος λευκος και ο καθημενος επ αυτω εχων τοξον και εδοθη αυτω στεφανος και εξηλθεν νικων και ινα νικηση
3 και οτε ηνοιξεν την δευτεραν σφραγιδα ηκουσα του δευτερου ζωου λεγοντος ερχου και βλεπε
4 και εξηλθεν αλλος ιππος πυρρος και τω καθημενω επ αυτω εδοθη αυτω λαβειν την ειρηνην απο της γης και ινα αλληλους σφαξωσιν και εδοθη αυτω μαχαιρα μεγαλη
5 και οτε ηνοιξεν την τριτην σφραγιδα ηκουσα του τριτου ζωου λεγοντος ερχου και βλεπε και ειδον και ιδου ιππος μελας και ο καθημενος επ αυτω εχων ζυγον εν τη χειρι αυτου
6 και ηκουσα φωνην εν μεσω των τεσσαρων ζωων λεγουσαν χοινιξ σιτου δηναριου και τρεις χοινικες κριθης δηναριου και το ελαιον και τον οινον μη αδικησης
7 και οτε ηνοιξεν την σφραγιδα την τεταρτην ηκουσα φωνην του τεταρτου ζωου λεγουσαν ερχου και βλεπε
8 και ειδον και ιδου ιππος χλωρος και ο καθημενος επανω αυτου ονομα αυτω ο θανατος και ο αδης ακολουθει μετ αυτου και εδοθη αυτοις εξουσια αποκτειναι επι το τεταρτον της γης εν ρομφαια και εν λιμω και εν θανατω και υπο των θηριων της γης
9 και οτε ηνοιξεν την πεμπτην σφραγιδα ειδον υποκατω του θυσιαστηριου τας ψυχας των εσφαγμενων δια τον λογον του θεου και δια την μαρτυριαν ην ειχον
10 και εκραζον φωνη μεγαλη λεγοντες εως ποτε ο δεσποτης ο αγιος και ο αληθινος ου κρινεις και εκδικεις το αιμα ημων απο των κατοικουντων επι της γης
11 και εδοθησαν εκαστοις στολαι λευκαι και ερρεθη αυτοις ινα αναπαυσωνται ετι χρονον μικρον εως ου πληρωσονται και οι συνδουλοι αυτων και οι αδελφοι αυτων οι μελλοντες αποκτεινεσθαι ως και αυτοι
12 και ειδον οτε ηνοιξεν την σφραγιδα την εκτην και ιδου σεισμος μεγας εγενετο και ο ηλιος εγενετο μελας ως σακκος τριχινος και η σεληνη εγενετο ως αιμα
13 και οι αστερες του ουρανου επεσαν εις την γην ως συκη βαλλει τους ολυνθους αυτης υπο μεγαλου ανεμου σειομενη
14 και ουρανος απεχωρισθη ως βιβλιον ειλισσομενον και παν ορος και νησος εκ των τοπων αυτων εκινηθησαν
15 και οι βασιλεις της γης και οι μεγιστανες και οι πλουσιοι και οι χιλιαρχοι και οι δυνατοι και πας δουλος και πας ελευθερος εκρυψαν εαυτους εις τα σπηλαια και εις τας πετρας των ορεων
16 και λεγουσιν τοις ορεσιν και ταις πετραις πεσετε εφ ημας και κρυψατε ημας απο προσωπου του καθημενου επι του θρονου και απο της οργης του αρνιου
17 οτι ηλθεν η ημερα η μεγαλη της οργης αυτου και τις δυναται σταθηναι