1 Μετα δε ταυτα, εισελθοντες ο Μωυσης και ο Ααρων, ειπαν προς τον Φαραω, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να εορτασωσιν εις εμε εν τη ερημω.

2 Ο δε Φαραω ειπε, Τις ειναι ο Κυριος, εις του οποιου την φωνην θελω υπακουσει, ωστε να εξαποστειλω τον Ισραηλ; δεν γνωριζω τον Κυριον και ουδε τον Ισραηλ θελω εξαποστειλει.

3 Οι δε ειπον, Ο Θεος των Εβραιων συνηντησεν ημας· αφες λοιπον να υπαγωμεν οδον τριων ημερων εις την ερημον, δια να προσφερωμεν θυσιαν εις Κυριον τον Θεον ημων, μηποτε ελθη καθ' ημων με θανατικον η με μαχαιραν.

4 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς της Αιγυπτου, Δια τι, Μωυση και Ααρων, αποκοπτετε τον λαον απο των εργασιων αυτου; υπαγετε εις τα εργα σας.

5 Και ειπεν ο Φαραω, Ιδου, ο λαος του τοπου ειναι τωρα πολυπληθης και σεις καμνετε αυτους να παυωσιν απο των εργων αυτων.

6 Και την αυτην ημεραν προσεταξεν ο Φαραω τους εργοδιωκτας τον λαου και τους επιτροπους αυτων, λεγων,

7 Δεν θελετε δωσει πλεον εις τον λαον τουτον αχυρον καθως χθες και προχθες, δια να καμνωσι τας πλινθους· ας υπαγωσιν αυτοι και ας συναγωσιν εις εαυτους αχυρον·

8 θελετε ομως επιβαλει εις αυτους το ποσον των πλινθων, το οποιον εκαμνον προτερον· παντελως δεν θελετε ελαττωσει αυτο· διοτι μενουσιν αργοι και δια τουτο φωναζουσι, λεγοντες, Αφες να υπαγωμεν, δια να προσφερωμεν θυσιαν εις τον Θεον ημων·

9 ας επιβαρυνθωσιν αι εργασιαι των ανθρωπων τουτων, δια να ηναι ενησχολημενοι εις αυτας και να μη προσεχωσιν εις λογια ματαια.

10 Εξηλθον λοιπον οι εργοδιωκται του λαου και οι επιτροποι αυτου και ελαλησαν προς τον λαον, λεγοντες, Ουτως ειπεν ο Φαραω· Δεν σας διδω αχυρον·

11 σεις αυτοι υπαγετε, συναγετε αχυρον, οπου δυνασθε να ευρητε· πλην δεν θελει ελαττωθη εκ των εργασιων σας ουδεν.

12 Και διεσπαρη ο λαος καθ' ολην την γην της Αιγυπτου, δια να συναγη καλαμην αντι αχυρου.

13 Οι δε εργοδιωκται εβιαζον αυτους, λεγοντες, Τελειονετε τας εργασιας σας, το διωρισμενον καθ' ημεραν, καθως οτε εδιδετο το αχυρον.

14 Και εμαστιγωθησαν οι επιτροποι των υιων Ισραηλ, οι διωρισμενοι επ' αυτους υπο των εργοδιωκτων του Φαραω, λεγοντων, Δια τι δεν ετελειωσατε χθες και σημερον το διωρισμενον εις εσας ποσον των πλινθων, καθως προτερον;

15 Εισελθοντες δε οι επιτροποι των υιων Ισραηλ, κατεβοησαν προς τον Φαραω, λεγοντες, Δια τι καμνεις ουτως εις τους δουλους σου;

16 αχυρον δεν διδεται εις τους δουλους σου και λεγουσιν εις ημας, Καμνετε πλινθους· και ιδου, εμαστιγωθησαν οι δουλοι σου· το δε σφαλμα ειναι του λαου σου.

17 Ο δε απεκριθη, Οκνηροι εισθε, οκνηροι· δια τουτο λεγετε, Αφες να υπαγωμεν να προσφερωμεν θυσιαν προς τον Κυριον·

18 υπαγετε λοιπον τωρα, δουλευετε· διοτι αχυρον δεν θελει σας δοθη· θελετε ομως αποδιδει το ποσον των πλινθων.

19 Και εβλεπον εαυτους οι επιτροποι των υιων Ισραηλ εν κακη περιστασει, αφου ερρεθη προς αυτους, Δεν θελει ελαττωθη ουδεν απο του καθημερινου ποσου των πλινθων.

20 Εξερχομενοι δε απο του Φαραω, συνηντησαν τον Μωυσην και τον Ααρων, ερχομενους εις συναντησιν αυτων·

21 και ειπον προς αυτους, Ο Κυριος να σας ιδη και να κρινη· διοτι σεις εκαμετε βδελυκτην την οσμην ημων εμπροσθεν του Φαραω και εμπροσθεν των δουλων αυτου, ωστε να δωσητε εις τας χειρας αυτων μαχαιραν δια να θανατωσωσιν ημας.

22 Και επεστρεψεν ο Μωυσης προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε, δια τι κατεθλιψας τον λαον τουτον; και δια τι με απεστειλας;

23 διοτι, αφου ηλθον προς τον Φαραω να ομιλησω εν ονοματι σου, κατεθλιψε τον λαον τουτον· και συ ποσως δεν ηλευθερωσας τον λαον σου.

1 א ואחר באו משה ואהרן ויאמרו אל פרעה  כה אמר יהוה אלהי ישראל שלח את עמי ויחגו לי במדבר

2 ב ויאמר פרעה--מי יהוה אשר אשמע בקלו לשלח את ישראל  לא ידעתי את יהוה וגם את ישראל לא אשלח

3 ג ויאמרו אלהי העברים נקרא עלינו נלכה נא דרך שלשת ימים במדבר ונזבחה ליהוה אלהינו--פן יפגענו בדבר או בחרב

4 ד ויאמר אלהם מלך מצרים למה משה ואהרן תפריעו את העם ממעשיו לכו לסבלתיכם

5 ה ויאמר פרעה הן רבים עתה עם הארץ והשבתם אתם מסבלתם

6 ו ויצו פרעה ביום ההוא את הנגשים בעם ואת שטריו לאמר

7 ז לא תאספון לתת תבן לעם ללבן הלבנים--כתמול שלשם  הם ילכו וקששו להם תבן

8 ח ואת מתכנת הלבנים אשר הם עשים תמול שלשם תשימו עליהם--לא תגרעו ממנו  כי נרפים הם--על כן הם צעקים לאמר נלכה נזבחה לאלהינו

9 ט תכבד העבדה על האנשים ויעשו בה ואל ישעו בדברי שקר

10 י ויצאו נגשי העם ושטריו ויאמרו אל העם לאמר  כה אמר פרעה אינני נתן לכם תבן

11 יא אתם לכו קחו לכם תבן מאשר תמצאו  כי אין נגרע מעבדתכם דבר

12 יב ויפץ העם בכל ארץ מצרים לקשש קש לתבן

13 יג והנגשים אצים לאמר  כלו מעשיכם דבר יום ביומו כאשר בהיות התבן

14 יד ויכו שטרי בני ישראל אשר שמו עלהם נגשי פרעה לאמר  מדוע לא כליתם חקכם ללבן כתמול שלשם--גם תמול גם היום

15 טו ויבאו שטרי בני ישראל ויצעקו אל פרעה לאמר  למה תעשה כה לעבדיך

16 טז תבן אין נתן לעבדיך ולבנים אמרים לנו עשו והנה עבדיך מכים וחטאת עמך

17 יז ויאמר נרפים אתם נרפים על כן אתם אמרים נלכה נזבחה ליהוה

18 יח ועתה לכו עבדו ותבן לא ינתן לכם ותכן לבנים תתנו

19 יט ויראו שטרי בני ישראל אתם--ברע לאמר  לא תגרעו מלבניכם דבר יום ביומו

20 כ ויפגעו את משה ואת אהרן נצבים לקראתם בצאתם מאת פרעה

21 כא ויאמרו אלהם ירא יהוה עליכם וישפט  אשר הבאשתם את ריחנו בעיני פרעה ובעיני עבדיו לתת חרב בידם להרגנו

22 כב וישב משה אל יהוה ויאמר  אדני למה הרעתה לעם הזה--למה זה שלחתני

23 כג ומאז באתי אל פרעה לדבר בשמך הרע לעם הזה והצל לא הצלת את עמך