1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

2 Και συ, υιε ανθρωπου, ακουσον· ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς την γην του Ισραηλ. Τελος, το τελος ηλθεν επι τα τεσσαρα ακρα της γης.

3 Το τελος ηλθε τωρα επι σε και θελω αποστειλει επι σε την οργην μου και θελω σε κρινει κατα τας οδους σου και θελω ανταποδωσει επι σε παντα τα βδελυγματα σου.

4 Και ο οφθαλμος μου δεν θελει σε φεισθη και δεν θελω ελεησει· αλλα θελω ανταποδωσει επι σε τας οδους σου, και θελουσιν εισθαι εν μεσω σου τα βδελυγματα σου· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

5 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Κακον, εν κακον, ιδου, ερχεται·

6 τελος ηλθε, το τελος ηλθεν· εξηγερθη κατα σου· ιδου, εφθασεν.

7 Η πρωια ηλθεν επι σε, κατοικε της γης· ο καιρος ηλθεν, η ημερα της καταστροφης επλησιασε και ουχι αγαλλιασις των ορεων.

8 Τωρα ευθυς θελω εκχεει την οργην μου επι σε και θελω συντελεσει τον θυμον μου επι σε· και θελω σε κρινει κατα τας οδους σου και ανταποδωσει επι σε παντα τα βδελυγματα σου.

9 Και ο οφθαλμος μου δεν θελει φεισθη και δεν θελω ελεησει· κατα τας οδους σου θελω σοι ανταποδωσει, και θελουσιν εισθαι τα βδελυγματα σου εν μεσω σου· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος ο πατασσων.

10 Ιδου, η ημερα, ιδου, ηλθεν· η πρωια εφανη· η ραβδος ηνθησεν· η υπερηφανια εβλαστησεν.

11 Η βια ηυξηνθη εις ραβδον ανομιας· ουδεις εξ αυτων θελει μεινει ουτε εκ του πληθους αυτων ουτε εκ των θορυβουντων εξ αυτων· και δεν θελει υπαρχει ο πενθων δι ' αυτους.

12 Ο καιρος ηλθεν, η ημερα επλησιασεν· ας μη χαιρη ο αγοραζων και ας μη θρηνη ο πωλων, διοτι ειναι οργη επι παν το πληθος αυτης.

13 Διοτι ο πωλητης δεν θελει επιστρεψει εις το πωληθεν, αν και ευρισκηται ετι μεταξυ των ζωντων· επειδη η ορασις η περι παντος του πληθους αυτων δεν θελει στραφη οπισω· και ουδεις θελει στερεωσει εαυτον, του οποιου η ζωη ειναι εν τη ανομια αυτου.

14 Εσαλπισαν εν σαλπιγγι και ητοιμασθησαν τα παντα· πλην ουδεις υπαγει εις τον πολεμον, διοτι η οργη μου ειναι επι παν το πληθος αυτης.

15 Η μαχαιρα ειναι εξωθεν και ο λοιμος και η πεινα εσωθεν· ο εν τω αγρω θελει τελευτησει εν μαχαιρα, τον δε εν τη πολει, η πεινα και ο λοιμος θελουσι καταφαγει αυτον.

16 Και οσοι εξ αυτων εκφυγωσι, θελουσι διασωθη και θελουσιν εισθαι επι των ορεων ως αι περιστεραι των κοιλαδων, θρηνουντες παντες ουτοι, εκαστος δια τας ανομιας αυτου.

17 Πασαι αι χειρες θελουσι παραλυθη και παντα τα γονατα θελουσι ρευσει ως υδωρ.

18 Και θελουσι περιζωσθη σακκον και φρικη θελει καλυψει αυτους· και αισχυνη θελει εισθαι επι παντα τα προσωπα και φαλακρωμα επι πασας τας κεφαλας αυτων.

19 Το αργυριον αυτων θελουσι ριψει εις τας οδους, και το χρυσιον αυτων θελει εισθαι ως ακαθαρσια· το αργυριον αυτων και το χρυσιον αυτων δεν θελουσι δυνηθη να λυτρωσωσιν αυτους εν τη ημερα της οργης του Κυριου· δεν θελουσι χορτασει τας ψυχας αυτων και δεν θελουσι γεμισει τας κοιλιας αυτων, διοτι εγεινε το προσκομμα της ανομιας αυτων.

20 Επειδη την δοξαν του στολισμου αυτων, μετεχειρισθησαν αυτην εις υπερηφανιαν και εκαμον εξ αυτης τας εικονας των βδελυγματων αυτων, τα μισητα αυτων· δια τουτο εγω καθιστω αυτην εις αυτους ακαθαρσιαν.

21 Και θελω παραδωσει αυτην εις χειρας αλλοτριων διαρπαγμα και εις τους ασεβεις της γης λαφυρον, και θελουσι βεβηλωσει αυτην.

22 Και θελω αποστρεψει το προσωπον μου απ' αυτων, και θελουσι βεβηλωσει το αδυτον μου· και οι λεηλαται θελουσιν εμβη εις αυτο και βεβηλωσει αυτο.

23 Καμε αλυσον, διοτι η γη ειναι πληρης απο κρισεως αιματων και η πολις πληρης καταδυναστειας.

24 Δια τουτο θελω φερει τους κακιστους των εθνων και θελουσι κληρονομησει τας οικιας αυτων· και θελω καταβαλει την επαρσιν των ισχυρων· και τα αγια αυτων θελουσι βεβηλωθη.

25 Ολεθρος επερχεται· και θελουσι ζητησει ειρηνην και δεν θελει υπαρχει.

26 Συμφορα επι συμφοραν θελει ερχεσθαι και αγγελια θελει φθανει επ' αγγελιαν· τοτε θελουσι ζητησει παρα προφητου ορασιν· και θελει χαθη ο νομος απο του ιερεως και η βουλη απο των πρεσβυτερων.

27 Ο βασιλευς θελει πενθησει και ο αρχων θελει ενδυθη αφανισμον και αι χειρες του λαου της γης θελουσι παραλυθη· κατα τας οδους αυτων θελω καμει εις αυτους και κατα τας κρισεις αυτων θελω κρινει αυτους, και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.

1 א ויהי דבר יהוה אלי לאמר

2 ב ואתה בן אדם כה אמר אדני יהוה לאדמת ישראל--קץ  בא הקץ על ארבעת (ארבע) כנפות הארץ

3 ג עתה הקץ עליך ושלחתי אפי בך ושפטתיך כדרכיך ונתתי עליך את כל תועבותיך

4 ד ולא תחוס עיני עליך ולא אחמול  כי דרכיך עליך אתן ותועבותיך בתוכך תהיין וידעתם כי אני יהוה  {פ}

5 ה כה אמר אדני יהוה  רעה אחת רעה הנה באה

6 ו קץ בא בא הקץ הקיץ אליך הנה באה

7 ז באה הצפירה אליך יושב הארץ בא העת קרוב היום מהומה--ולא הד הרים

8 ח עתה מקרוב אשפוך חמתי עליך וכליתי אפי בך ושפטתיך כדרכיך ונתתי עליך את כל תועבותיך

9 ט ולא תחוס עיני ולא אחמול  כדרכיך עליך אתן ותועבותיך בתוכך תהיין וידעתם כי אני יהוה מכה

10 י הנה היום הנה באה  יצאה הצפרה--צץ המטה פרח הזדון

11 יא החמס קם למטה רשע לא מהם ולא מהמונם ולא מהמהם--ולא נה בהם

12 יב בא העת הגיע היום--הקונה אל ישמח והמכר אל יתאבל  כי חרון אל כל המונה

13 יג כי המכר אל הממכר לא ישוב ועוד בחיים חיתם  כי חזון אל כל המונה לא ישוב ואיש בעונו חיתו לא יתחזקו

14 יד תקעו בתקוע והכין הכל ואין הלך למלחמה  כי חרוני אל כל המונה

15 טו החרב בחוץ והדבר והרעב מבית  אשר בשדה בחרב ימות ואשר בעיר רעב ודבר יאכלנו

16 טז ופלטו פליטיהם והיו אל ההרים כיוני הגאיות כלם המות--איש בעונו

17 יז כל הידים תרפינה וכל ברכים תלכנה מים

18 יח וחגרו שקים וכסתה אותם פלצות ואל כל פנים בושה ובכל ראשיהם קרחה

19 יט כספם בחוצות ישליכו וזהבם לנדה יהיה--כספם וזהבם לא יוכל להצילם ביום עברת יהוה נפשם לא ישבעו ומעיהם לא ימלאו  כי מכשול עונם היה

20 כ וצבי עדיו לגאון שמהו וצלמי תועבתם שקוציהם עשו בו על כן נתתיו להם לנדה

21 כא ונתתיו ביד הזרים לבז ולרשעי הארץ לשלל וחללוה (וחללוהו)

22 כב והסבותי פני מהם וחללו את צפוני ובאו בה פריצים וחללוה  {פ}

23 כג עשה הרתוק  כי הארץ מלאה משפט דמים והעיר מלאה חמס

24 כד והבאתי רעי גוים וירשו את בתיהם והשבתי גאון עזים ונחלו מקדשיהם

25 כה קפדה בא ובקשו שלום ואין

26 כו הוה על הוה תבוא ושמעה אל שמועה תהיה ובקשו חזון מנביא--ותורה תאבד מכהן ועצה מזקנים

27 כז המלך יתאבל ונשיא ילבש שממה וידי עם הארץ תבהלנה מדרכם אעשה אתם ובמשפטיהם אשפטם וידעו כי אני יהוה  {פ}