1 Και ηλθε λογος Κυριου προς τον Ιηου, τον υιον του Ανανι, εναντιον του Βαασα, λεγων,

2 Επειδη, ενω σε υψωσα εκ του χωματος, και σε κατεστησα ηγεμονα επι τον λαον μου Ισραηλ, συ περιεπατησας εις την οδον του Ιεροβοαμ, και εκαμες τον λαον μου Ισραηλ να αμαρτηση, δια να με παροργισης δια των αμαρτιων αυτων,

3 ιδου, εγω εξολοθρευω κατα κρατος τον Βαασα και τον οικον αυτου· και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ·

4 οστις εκ του Βαασα αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι φαγει αυτον· και οστις εξ αυτου αποθανη εν τοις αγροις, τα πετεινα του ουρανου θελουσι φαγει αυτον.

5 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Βαασα και οσα επραξε και τα κατορθωματα αυτου δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;

6 Και εκοιμηθη ο Βαασα μετα των πατερων αυτου και εταφη εν Περσα· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ηλα ο υιος αυτου.

7 Και ετι δια Ιηου του προφητου, υιου του Ανανι, ηλθεν ο λογος του Κυριου κατα του Βαασα και κατα του οικου αυτου και κατα πασων των κακιων οσας επραξεν ενωπιον του Κυριου, παροργισας αυτον δια των εργων των χειρων αυτου, ωστε να γεινη καθως ο οικος του Ιεροβοαμ· και διοτι εθανατωσεν αυτον.

8 Κατα το εικοστον εκτον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, εβασιλευσεν ο Ηλα υιος του Βαασα επι τον Ισραηλ εν Φερσα και εβασιλευσε δυο ετη.

9 Συνωμοσε δε κατ' αυτου ο δουλος αυτου Ζιμβρι, ο αρχηγος του ημισεως των πολεμικων αμαξων, ενω ητο εν Θερσα πινων και μεθυων εν τω οικω του Αρσα, οικονομου του οικου αυτου εν Θερσα.

10 Και εισηλθεν ο Ζιμβρι και επαταξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, εις το εικοστον εβδομον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, και εβασιλευσεν αντ' αυτου.

11 Και ως εβασιλευσεν, αμα εκαθησεν επι του θρονου αυτου, επαταξε παντα τον οικον του Βαασα· δεν αφηκεν εις αυτον ουρουντα προς τοιχον ουδε συγγενεις αυτου ουδε φιλους αυτου.

12 Και εξωλοθρευσεν ο Ζιμβρι παντα τον οικον του Βαασα, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν εναντιον του Βαασα δια Ιηου του προφητου,

13 δια πασας τας αμαρτιας του Βαασα και τας αμαρτιας Ηλα του υιου αυτου, τας οποιας ημαρτησαν, και δια των οποιων εκαμον τον Ισραηλ να αμαρτηση, παροργισαντες, Κυριον τον Θεον του Ισραηλ δια των ματαιοτητων αυτων.

14 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ηλα και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;

15 Κατα το εικοστον εβδομον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, εβασιλευσεν ο Ζιμβρι επτα ημερας εν Θερσα. Ο δε λαος ητο εστρατοπεδευμενος κατα της Γιββεθων, ητις ητο των Φιλισταιων.

16 Και ακουσας ο λαος ο εστρατοπεδευμενος οτι ελεγον, Ο Ζιμβρι συνωμοσε και μαλιστα επαταξε τον βασιλεα, απας ο Ισραηλ εκαμε τον Αμρι, τον αρχηγον του στρατευματος, βασιλεα επι τον Ισραηλ την ημεραν εκεινην εν τω στρατοπεδω.

17 Και ανεβη ο Αμρι και απας ο Ισραηλ μετ' αυτου απο Γιββεθων, και επολιορκησαν την Θερσα.

18 Και ως ειδεν ο Ζιμβρι οτι εκυριευθη η πολις, εισηλθεν εις το παλατιον του οικου του βασιλεως και εκαυσεν εφ' εαυτον τον οικον του βασιλεως εν πυρι και απεθανε,

19 δια τας αμαρτιας αυτου, τας οποιας ημαρτησε, πραξας πονηρα ενωπιον του Κυριου, επειδη περιεπατησεν εις την οδον του Ιεροβοαμ και εις τας αμαρτιας αυτου, τας οποιας επραξε, καμνων τον Ισραηλ να αμαρτηση.

20 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ζιμβρι και η συνωμοσια αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;

21 Τοτε διηρεθη ο λαος του Ισραηλ εις δυο μερη· το ημισυ του λαου ηκολουθησε τον Θιβνι υιον του Γιναθ, δια να καμη αυτον βασιλεα· και το ημισυ ηκολουθησε τον Αμρι.

22 Ο λαος ομως ο ακολουθησας τον Αμρι υπερισχυσε κατα του λαου του ακολουθησαντος τον Θιβνι υιον του Γιναθ· και απεθανεν ο Θιβνι, και εβασιλευσεν ο Αμρι.

23 Κατα το τριακοστον πρωτον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα, εβασιλευσεν Αμρι επι τον Ισραηλ, και εβασιλευσε δωδεκα ετη· εξ ετη εβασιλευσεν εν Θερσα.

24 Και ηγορασε το ορος της Σαμαρειας παρα του Σεμερ δια δυο ταλαντα αργυριου, και εκτισε πολιν επι του ορους και εκαλεσε το ονομα της πολεως, την οποιαν εκτισε, κατα το ονομα του Σεμερ, κυριου του ορους, Σαμαρειαν.

25 Επραξε δε ο Αμρι πονηρα ενωπιον του Κυριου και επραξε χειροτερα παρα παντας τους προ αυτου·

26 και περιεπατησεν εις πασας τας οδους του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, και εις τας αμαρτιας εκεινου, δια των οποιων εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, παροργισας Κυριον τον Θεον του Ισραηλ δια των ματαιοτητων αυτων.

27 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Αμρι τας οποιας επραξε και τα κατορθωματα αυτου οσα εκαμε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;

28 Και εκοιμηθη ο Αμρι μετα των πατερων αυτου και εταφη εν Σαμαρεια· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αχααβ ο υιος αυτου.

29 Ο δε Αχααβ ο υιος του Αμρι εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ κατα το τριακοστον ογδοον ετος του Ασα βασιλεως του Ιουδα· και εβασιλευσεν Αχααβ ο υιος του Αμρι επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια εικοσιδυο ετη.

30 Και επραξεν ο Αχααβ ο υιος του Αμρι πονηρα ενωπιον του Κυριου, υπερ παντας τους προ αυτου.

31 Και ως αν ητο μικρον το να περιπατη εις τας αμαρτιας του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, ελαβεν ετι δια γυναικα Ιεζαβελ, την θυγατερα του Εθβααλ, βασιλεως των Σιδωνιων, και υπηγε και ελατρευσε τον Βααλ και προσεκυνησεν αυτον.

32 Και ανηγειρε βωμον εις τον Βααλ εντος του οικου του Βααλ, τον οποιον ωκοδομησεν εν Σαμαρεια.

33 Και εκαμεν ο Αχααβ αλσος· και δια να παροργιση Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, επραξεν ο Αχααβ περισσοτερον παρα παντας τους βασιλεις του Ισραηλ, οσοι εσταθησαν προ αυτου.

34 Εν ταις ημεραις αυτου ωκοδομησε Χιηλ ο Βαιθηλιτης την Ιεριχω· εβαλε τα θεμελια αυτης επι Αβειρων του πρωτοτοκου αυτου, και εστησε τας πυλας αυτης επι Σεγουβ του νεωτερου υιου αυτου, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια Ιησου υιου του Ναυη.

1 Viešpats kalbėjo Hananio sūnui Jehuvui apie Baašą:

2 "Aš tave pakėliau iš dulkių, išaukštinau ir padariau kunigaikščiu Izraelio tautai, o tu vaikščiojai Jeroboamo keliu ir įtraukei į nuodėmę mano tautą Izraelį, sukeldamas mano pyktį jų nusikaltimais.

3 Aš atimsiu Baašos palikuonis ir jo namų palikuonis; su jo namais padarysiu taip, kaip padariau su Nebato sūnaus Jeroboamo namais.

4 Kas iš Baašos mirs mieste, tą suės šunys, o kas mirs lauke, tą les padangių paukščiai".

5 Visi kiti Baašos darbai, jo veikla ir jo galybė yra aprašyti Izraelio karalių metraščių knygoje.

6 Baaša užmigo prie savo tėvų ir buvo palaidotas Tircoje, o jo vietoje pradėjo karaliauti jo sūnus Ela.

7 Viešpats kalbėjo per pranašą Jehuvą, Hananio sūnų, prieš Baašą ir jo namus už tai, kad jis darė pikta Viešpaties akivaizdoje, sukeldamas Jo pyktį savo darbais, kaip Jeroboamo namai, ir dėl to, kad išžudė juos.

8 Dvidešimt šeštaisiais Judo karaliaus Asos metais Baašos sūnus Ela tapo Izraelio karaliumi Tircoje ir valdė dvejus metus.

9 Zimris, pusės kovos vežimų viršininkas, sukėlė maištą prieš jį. Elai puotaujant Tircoje pas Arcą, kuris buvo karaliaus rūmų prievaizdas,

10 Zimris įėjo ir jį nužudė dvidešimt septintais Judo karaliaus Asos metais ir karaliavo jo vietoje.

11 Tapęs karaliumi, Zimris išžudė visus Baašos namus ir nepaliko gyvo nei vieno vyro, nei giminaičių, nei draugų.

12 Taip Zimris sunaikino Baašos namus pagal Viešpaties žodį, kurį Jis kalbėjo prieš Baašą per pranašą Jehuvą.

13 Visa tai įvyko dėl visų Baašos ir jo sūnaus Elos nuodėmių, kurias jie darė ir į kurias įtraukė Izraelį, sukeldami Viešpaties, Izraelio Dievo, pyktį savo tuštybėmis.

14 Visi kiti Elos darbai ir veikla yra surašyta Izraelio karalių metraščių knygoje.

15 Dvidešimt septintaisiais Judo karaliaus Asos metais Zimris karaliavo Izraelyje, Tircoje, septynias dienas. Žmonės tuo laiku buvo apsupę Gibetoną, priklausantį filistinams.

16 Sužinoję, kad Zimris sukėlė maištą ir nužudė karalių Elą, jie tą pačią dieną išrinko Izraelio karaliumi kariuomenės vadą Omrį.

17 Omris su visu Izraeliu ėjo iš Gibetono ir apgulė Tircą.

18 Zimris, matydamas, kad miestas paimtas, nuėjo į karaliaus namus, juos padegė ir žuvo liepsnose

19 dėl savo nuodėmių, kuriomis nusidėjo, darydamas pikta Viešpaties akivaizdoje ir vaikščiodamas Jeroboamo keliais ir jo nuodėmėje, kurią šis padarė, įtraukdamas Izraelį į nuodėmę.

20 Visi kiti Zimrio darbai ir jo sąmokslas prieš karalių yra surašyti Izraelio karalių metraščių knygoje.

21 Tada Izraelio tauta suskilo: pusė tautos palaikė Ginato sūnų Tibnį, norėdami paskelbti jį karaliumi, o kita pusė­Omrį.

22 Žmonės, palaikę Omrį, laimėjo prieš tuos, kurie sekė Tibnį, Ginato sūnų. Tibnis mirė, o Omris tapo karaliumi.

23 Trisdešimt pirmaisiais Judo karaliaus Asos metais Omris pradėjo valdyti Izraelį ir karaliavo dvylika metų. Tircoje jis karaliavo šešerius metus.

24 Jis nupirko iš Šemero Samarijos kalną už du talentus sidabro, pastatė miestą, jį sutvirtino ir pavadino Samarija, buvusio savininko Šemero vardu.

25 Omris darė pikta Viešpaties akivaizdoje, elgdamasis blogiau už visus savo pirmtakus.

26 Jis vaikščiojo Nebato sūnaus Jeroboamo keliais ir jo nuodėmėje, į kurią tas įtraukė Izraelį, kad sukeltų Viešpaties, Izraelio Dievo, pyktį savo tuštybėmis.

27 Visi kiti Omrio darbai ir jo galia, kurią jis parodė, yra surašyti Izraelio karalių metraščių knygoje.

28 Karalius Omris užmigo prie savo tėvų ir buvo palaidotas Samarijoje. Jo vietoje pradėjo karaliauti jo sūnus Ahabas.

29 Omrio sūnus Ahabas pradėjo karaliauti Izraelyje trisdešimt aštuntaisiais Judo karaliaus Asos metais ir karaliavo Samarijoje dvidešimt dvejus metus.

30 Ahabas, Omrio sūnus, darė pikta Viešpaties akivaizdoje labiau už visus savo pirmtakus.

31 Negana to, kad jis vaikščiojo Nebato sūnaus Jeroboamo nuodėmėje, jis dar vedė sidoniečių karaliaus Etbaalo dukterį Jezabelę ir tarnavo Baalui bei garbino jį.

32 Jis pastatė Samarijoje Baalo namus ir juose aukurą Baalui.

33 Ahabas dar įrengė alką. Ahabas labiau negu visi prieš jį buvę Izraelio karaliai darė tai, kas sukėlė Viešpaties pyktį.

34 Ahabui valdant, Hielis iš Betelio atstatė Jerichą. Jis padėjo jo pamatus ant savo pirmagimio Abiramo ir įstatė vartus ant jauniausiojo sūnaus Segubo, kaip buvo paskelbęs Viešpats per Nūno sūnų Jozuę.