1 Εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Αχαζ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε δεκαεξ ετη εν Ιερουσαλημ· δεν επραξεν ομως το ευθες ενωπιον Κυριου, ως ο Δαβιδ ο πατηρ αυτου·

2 αλλα περιεπατησεν εν ταις οδοις των βασιλεων του Ισραηλ και εκαμεν ετι ειδωλα χωνευτα εις τους Βααλειμ.

3 Και αυτος εθυμιασεν εν τη κοιλαδι του υιου Εννομ και διεβιβασε τα τεκνα αυτου δια του πυρος, κατα τα βδελυγματα των εθνων τα οποια εξεδιωξεν ο Κυριος απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.

4 Και εθυσιαζε και εθυμιαζεν επι τους υψηλους τοπους και επι τους λοφους και υποκατω παντος δενδρου πρασινου.

5 Δια τουτο παρεδωκεν αυτον Κυριος ο Θεος αυτου εις την χειρα του βασιλεως της Συριας· και επαταξαν αυτον, και ελαβον αιχμαλωτους μεγα πληθος εξ αυτων και εφεραν αυτους εις Δαμασκον. Και παρεδοθη ετι εις την χειρα του βασιλεως του Ισραηλ, οστις επαταξεν αυτον εν σφαγη μεγαλη.

6 Διοτι Φεκα ο υιος του Ρεμαλια εθανατωσεν εκ του Ιουδα εκατον εικοσι χιλιαδας εν μια ημερα, παντας δυνατους εν ισχυι, επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων.

7 Και Ζιχρι, ανηρ δυνατος εκ του Εφραιμ, εθανατωσε Μαασιαν τον υιον του βασιλεως και Αζρικαμ τον επιστατην του παλατιου και Ελκανα τον δευτερον μετα τον βασιλεα.

8 Και ηχμαλωτισαν οι υιοι Ισραηλ εκ των αδελφων αυτων διακοσιας χιλιαδας, γυναικας, υιους και θυγατερας, και ελαβον ετι λαφυρα πολλα εξ αυτων και εφεραν τα λαφυρα εις Σαμαρειαν.

9 Ητο δε εκει προφητης του Κυριου, ονομαζομενος Ωδηδ· και εξηλθεν εις απαντησιν του στρατευματος του ερχομενου εις Σαμαρειαν και ειπε προς αυτους, Ιδου, επειδη Κυριος ο Θεος των πατερων σας εθυμωθη κατα του Ιουδα, παρεδωκεν αυτους εις την χειρα σας· και σεις εθανατωσατε αυτους εν μανια, ητις εφθασεν εως του ουρανου·

10 και τωρα λεγετε να υποταξητε εις εαυτους τους υιους Ιουδα και της Ιερουσαλημ δια δουλους και δουλας· δεν ειναι με σας, με σας μαλιστα, αμαρτιαι εναντιον Κυριου του Θεου σας;

11 τωρα λοιπον ακουσατε μου και επιστρεψατε τους αιχμαλωτους, τους οποιους ηχμαλωτισατε εκ των αδελφων σας· διοτι οργη θυμου Κυριου επικειται εις εσας.

12 Και εσηκωθησαν τινες εκ των αρχοντων των υιων Εφραιμ, Αζαριας ο υιος του Ιωαναν, Βαραχιας ο υιος του Μεσιλλεμωθ και Εζεκιας ο υιος του Σαλλουμ και Αμασα ο υιος του Αδλαι εναντιον των ερχομενων απο του πολεμου,

13 και ειπον προς αυτους, Δεν θελετε εισαξει εδω τους αιχμαλωτους· διοτι ενω ηνομησαμεν εις Κυριον, θελετε να προσθεσητε εις τας αμαρτιας ημων και εις τας ανομιας ημων· διοτι μεγαλη ειναι ανομια ημων, και οργη θυμου επικειται επι τον Ισραηλ.

14 Και αφηκαν οι πολεμισται τους αιχμαλωτους και τα λαφυρα ενωπιον των αρχοντων και πασης της συναξεως.

15 Και σηκωθεντες οι ανδρες, οι ονομασθεντες κατ' ονομα, ελαβον τους αιχμαλωτους και παντας τους γυμνους αυτων ενεδυσαν εκ των λαφυρων· και αφου ενεδυσαν αυτους και υπεδηματωσαν αυτους και εδωκαν εις αυτους να φαγωσι και να πιωσι και ηλειψαν αυτους, και παντας τους αδυνατους εξ αυτων μετεκομισαν επι ονους και εφεραν αυτους εις Ιεριχω, την πολιν των φοινικων, προς τους αδελφους αυτων· και επεστρεψαν εις Σαμαρειαν.

16 Κατα τον καιρον εκεινον ο βασιλευς Αχαζ απεστειλε προς τους βασιλεις της Ασσυριας, δια να βοηθησωσιν αυτον.

17 Διοτι ελθοντες παλιν οι Ιδουμαιοι επαταξαν τον Ιουδαν και ελαβον αιχμαλωτους.

18 Και εφορμησαντες οι Φιλισταιοι εις τας πολεις της πεδινης και της μεσημβρινης του Ιουδα· εκυριευσαν την Βαιθ-σεμες και την Αιαλων και την Γεδηρωθ, και την Σοκχω και τας κωμας αυτης, και την Θαμνα και τας κωμας αυτης, και την Γιμζω και ταις κωμας αυτης· και κατωκησαν εκει.

19 Διοτι ο Κυριος εταπεινωσε τον Ιουδαν δια τον Αχαζ βασιλεα του Ισραηλ· επειδη διεφθειρε τον Ιουδαν και ησεβησε σφοδρα εις τον Κυριον.

20 Και ηλθε προς αυτον ο Θελγαθ-φελνασαρ, βασιλευς της Ασσυριας, και κατεθλιψεν αυτον αντι να ενδυναμωση αυτον.

21 Διοτι ο Αχαζ, λαβων τους θησαυρους του οικου του Κυριου και του οικου του βασιλεως και των αρχοντων, εδωκεν εις τον βασιλεα της Ασσυριας· πλην ουχι εις βοηθειαν αυτου.

22 Και εν τω καιρω της στενοχωριας αυτου ετι μαλλον παρηνομησεν εις τον Κυριον αυτος ο βασιλευς Αχαζ.

23 Και εθυσιαζεν εις τους θεους της Δαμασκου, τους παταξαντας αυτον· και ελεγεν, Επειδη οι θεοι του βασιλεως της Συριας βοηθουσιν αυτους, εις τουτους θελω θυσιασει, δια να βοηθησωσι και εμε. Εκεινοι ομως εσταθησαν η φθορα αυτου και παντος του Ισραηλ.

24 Και συνηθροισεν ο Αχαζ τα σκευη του οικου του Θεου, και κατεκοψε τα σκευη του οικου του Θεου και εκλεισε τας θυρας του οικου του Κυριου, και εκαμεν εις εαυτον θυσιαστηρια εν παση γωνια εν Ιερουσαλημ.

25 Και εν παση πολει του Ιουδα εκαμεν υψηλους τοπους, δια να θυμιαζη εις αλλους θεους, και παρωργισε Κυριον τον Θεον των πατερων αυτου.

26 Αι δε λοιπαι πραξεις αυτου και πασαι αι οδοι αυτου, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ιουδα και Ισραηλ.

27 Και εκοιμηθη ο Αχαζ μετα των πατερων αυτου, και εθαψαν αυτον εν τη πολει, εν Ιερουσαλημ· δεν εφεραν ομως αυτον εις τους ταφους των βασιλεων του Ισραηλ· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εζεκιας ο υιος αυτου.

1 Achazas, būdamas dvidešimties metų, pradėjo karaliauti ir šešiolika metų karaliavo Jeruzalėje. Jis nedarė to, kas teisinga Viešpaties akyse, kaip darė jo tėvas Dovydas,

2 bet vaikščiojo Izraelio karalių keliais ir nuliedino Baalų atvaizdus.

3 Jis smilkė Ben Hinomo slėnyje ir sudegino savo sūnus Baalui, mėgdžiodamas bjaurystes pagonių, kuriuos Viešpats išvarė, prieš izraelitams užimant kraštą.

4 Jis aukojo ir smilkė aukštumose, ant kalvų ir po kiekvienu žaliuojančiu medžiu.

5 Todėl Viešpats, jo Dievas, atidavė jį į Sirijos karaliaus rankas. Sirai paėmė daug belaisvių ir nusivedė juos į Damaską. Jis taip pat buvo atiduotas į Izraelio karaliaus rankas, kuris daugelį iš jų nužudė.

6 Remalijo sūnus Pekachas išžudė Jude per vieną dieną šimtą dvidešimt tūkstančių karių, nes jie apleido Viešpatį, savo tėvų Dievą.

7 Zichris, Efraimo karžygys, nukovė karaliaus sūnų Maasėją, namų valdytoją Azrikamą ir Elkaną, kuris buvo antras po karaliaus.

8 Be to, izraelitai išsivedė nelaisvėn iš savo brolių du šimtus tūkstančių moterų, sūnų ir dukterų ir, prisiplėšę daug grobio, parsigabeno į Samariją.

9 Bet ten gyveno Viešpaties pranašas Odedas, kuris pasitiko grįžtančią į Samariją kariuomenę ir jiems tarė: "Viešpats, jūsų tėvų Dievas, supykęs ant Judo, atidavė juos į jūsų rankas, bet jūs žudėte taip žiauriai, kad jūsų žiaurumas pasiekė dangų.

10 Jūs nutarėte Judo ir Jeruzalės gyventojus paversti vergais ir vergėmis. Argi jūs patys nenusikaltote Viešpačiui, savo Dievui?

11 Klausykite manęs ir sugrąžinkite belaisvius, kuriuos atsivedėte iš Judo, nes didelė Viešpaties rūstybė užsidegė prieš jus".

12 Efraimitų vyresnieji: Johanano sūnus Azarijas, Mešilemoto sūnus Berechijas, Šalumo sūnus Jehizkijas ir Hadlajo sūnus Amasa atsistojo prieš tuos, kurie grįžo iš karo,

13 sakydami: "Neįvesite čia belaisvių, nes jūs tuo prisidėsite prie mūsų nusikaltimų Viešpačiui ir juos mums dar padauginsite; nes mūsų nusikaltimas didelis ir Viešpaties rūstybė užsidegusi prieš Izraelį".

14 Tuomet kariai paliko belaisvius ir grobį kunigaikščiams bei susirinkusiems.

15 Vardais paminėti vyrai pakilo, paėmė belaisvius, iš grobio jie juos apvilko, apavė, pavalgydino, pagirdė ir patepė aliejumi; silpnesniuosius užkėlė ant asilų ir nuvedė visus į Jerichą, palmių miestą, pas jų brolius. Po to jie sugrįžo į Samariją.

16 Tuo metu karalius Achazas prašė Asirijos karaliaus pagalbos,

17 nes edomitai buvo įsiveržę ir nugalėję Judą bei išsivedę belaisvius.

18 Ir filistinai užpuolė pietų Judą žemumoje ir, paėmę Bet Šemešą, Ajaloną, Gederotą, Sochoją, Timną ir Gimzoją su jų kaimais, juose apsigyveno.

19 Nes Viešpats pažemino Judą dėl Izraelio karaliaus Achazo, kuris apnuogino Judą ir labai nusikalto Viešpačiui.

20 Atėjęs pas jį Tiglat Pileseras, Asirijos karalius, vargino jį, o ne sustiprino.

21 Achazas, paėmęs Viešpaties namų, karaliaus namų ir kunigaikščių auksą, atidavė Asirijos karaliui, tačiau tai jam nepadėjo.

22 Karalius Achazas savo vargų laikotarpiu dar labiau nusikalto Viešpačiui.

23 Jis aukojo Damasko dievams, kurie jį nugalėjo, sakydamas: "Sirijos karalių dievai padeda jiems; aš jiems aukosiu, kad jie ir man padėtų". Bet jie tapo pražūtimi jam ir visam Izraeliui.

24 Achazas surinko Dievo namų indus, supjaustė juos, užrakino Viešpaties namų duris ir pristatė aukurų kiekviename Jeruzalės kampe.

25 Jis pristeigė kiekviename Judo mieste aukštumų svetimiems dievams smilkyti, sukeldamas Viešpaties, savo tėvų Dievo, rūstybę.

26 Visi kiti jo darbai yra surašyti Judo ir Izraelio karalių knygoje.

27 Achazas užmigo prie savo tėvų, ir jį palaidojo Jeruzalės mieste, bet ne Izraelio karalių kapuose. Jo sūnus Ezekijas karaliavo jo vietoje.