1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας· και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων· ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους·

2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας· και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας· οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.

3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου· και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.

4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν·

5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.

6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,

7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον·

8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα· να σας φερω λοιπον αυτας εξω· και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον· μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.

9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση· θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν·

10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν·

11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.

12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου·

13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου· και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.

14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου· διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.

15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες· Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.

16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.

17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου· μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον· διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.

18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε·

19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου· αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω·

20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα· εκει, παρακαλω, να διασωθω· δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.

21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας·

22 ταχυνον, διασωθητι εκει· διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει· δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.

23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.

24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου·

25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.

26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.

27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου·

28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.

29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.

30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ· και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.

31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης·

32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.

33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα· και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης· και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.

34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων· ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.

35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου· και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.

36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.

37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ· ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.

38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι· ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.

1 Kai du angelai vakare atė jo į Sodomą, Lotas sėdėjo Sodomos vartuose. Lotas, pamatęs juos, atsikėlė jų pasitikti ir nusilenkė iki žemės.

2 Jis tarė: "Mano viešpačiai, prašau, užsukite į savo tarno namus, pernakvokite ir nusiplaukite kojas. Anksti atsikėlę, galėsite eiti savo keliu". Bet jie atsakė: "Ne, mes nakvosime gatvėje".

3 Jis taip maldavo juos, kad jie užsuko pas jį ir įėjo į jo namus. Jis paruošė jiems vaišes, iškepė neraugintos duonos, ir jie valgė.

4 Jiems dar neatsigulus, visi Sodomos miesto vyrai, jauni ir seni, iš visų miesto dalių apsupo namus.

5 Jie pašaukė Lotą ir tarė: "Kur yra tie vyrai, kurie šįvakar atėjo pas tave? Išvesk juos laukan, kad mes juos pažintume".

6 Lotas išėjo pas juos į prieangį ir, užrakinęs duris,

7 tarė: "Mano broliai, prašau, nesielkite taip piktai!

8 Aš turiu dvi dukteris, kurios dar nepažino vyro. Leiskite man jas išvesti pas jus ir darykite su jomis, kaip jums patinka. Tik tiems vyrams nieko nedarykite, nes jie atėjo po mano stogu".

9 Bet jie tarė: "Šalin! Jis čia atvyko, kad gyventų kaip ateivis, o nori teisėju būti! Dabar mes pasielgsime su tavimi pikčiau negu su jais". Jie smarkiai veržėsi prie Loto, norėdami išlaužti duris.

10 Tačiau vyrai savo rankomis įtempė Lotą į namą ir užrakino duris.

11 O tuos, kurie buvo prie namo durų, jie apakino, mažus ir didelius, kad jie nebesurastų durų.

12 Lotui juodu tarė: "Ar turi čia ką nors iš savųjų: žentus, sūnus, dukteris? Išvesk juos iš šios vietos!

13 Mes sunaikinsime šitą vietą, kadangi jų garsus šauksmas pasiekė Viešpatį ir Jis mus siuntė ją sunaikinti".

14 Lotas išėjęs kalbėjo žentams, kurie buvo vedę jo dukteris: "Išeikite iš šios vietos, nes Viešpats sunaikins miestą". Bet žentams atrodė, kad jis juokauja.

15 Išaušus angelai ragino Lotą, sakydami: "Imk žmoną ir abi dukteris, kurios čia yra, kad nebūtumėte sunaikinti dėl miesto kaltės".

16 Kadangi jis delsė, tai tie vyrai nutvėrė jį už rankos, jo žmoną ir abi dukteris, nes Viešpats jų pasigailėjo, ir išvedę paleido už miesto ribų.

17 Išvedę juos, tarė: "Gelbėk savo gyvybę! Nežiūrėk atgal ir nesustok kur nors apylinkėje! Bėk į kalną, kad nežūtum!"

18 Lotas jiems atsakė: "O ne, mano Viešpatie!

19 Aš, Tavo tarnas, radau malonę Tavo akyse, ir man parodei didelį gailestingumą, išgelbėdamas mano gyvybę. Negaliu bėgti į kalną, kad kas bloga nenutiktų ir nenumirčiau.

20 Štai arti yra miestas. Leisk man į jį bėgti­jis yra mažas, ir aš jame išsigelbėsiu".

21 Jis tarė jam: "Štai išklausiau tave ir dėl šito. Aš nesunaikinsiu miesto, apie kurį kalbėjai.

22 Skubėk, gelbėkis tenai. Nes Aš nieko negaliu daryti, kol nuvyksi ten". Todėl tą miestą pavadino Coaru.

23 Saulei tekant, Lotas įėjo į Coarą.

24 Tuomet Viešpats siuntė ant Sodomos ir Gomoros sieros ir ugnies lietų.

25 Jis sunaikino tuos miestus, visą apylinkę, visus miesto gyventojus ir augalus.

26 Bet Loto žmona pažvelgė atgal ir pavirto druskos stulpu.

27 Anksti rytą Abraomas atėjo į tą vietą, kur jis stovėjo Viešpaties akivaizdoje,

28 ir pažvelgė Sodomos ir Gomoros link ir į visą jų apylinkę; jis matė kylančius nuo žemės dūmus kaip iš krosnies.

29 Dievas, sunaikindamas tos apylinkės miestus, atsiminė Abraomą ir išvedė Lotą iš pražūties, kai sugriovė miestus, kuriuose Lotas gyveno.

30 Lotas ir jo abi dukterys išėjo iš Coaro ir apsigyveno kalne, nes jis bijojo gyventi Coare. Jie apsigyveno oloje, jis ir abi jo dukterys.

31 Tada vyresnioji tarė jaunesniajai: "Mūsų tėvas senas, ir žemėje nebeliko vyro, kuris galėtų įeiti pas mus, kaip priimta visoje žemėje.

32 Eime, nugirdysime vynu savo tėvą ir atsigulsime prie jo, kad iš tėvo susilauktume palikuonių!"

33 Jos tą naktį nugirdė vynu savo tėvą. Po to vyresnioji įėjo ir gulėjo su savo tėvu, o tas nepajuto, kada ji atsigulė nė kada atsikėlė.

34 Kitą dieną vyresnioji tarė jaunesniajai: "Aš praėjusią naktį gulėjau su savo tėvu. Nugirdykime jį vynu ir šiąnakt. Po to eik, atsigulk prie jo, kad iš savo tėvo susilauktum palikuonio!"

35 Taigi jos ir kitą naktį nugirdė vynu tėvą. Paskui jaunesnioji įėjo ir gulėjo su juo, o jis nepajuto, kada ji atsigulė nė kada atsikėlė.

36 Taip abi Loto dukterys pastojo nuo savo tėvo.

37 Vyresnioji pagimdė sūnų ir jį pavadino Moabu. Jis yra ligi šiol tebegyvenančių moabitų tėvas.

38 Jaunesnioji pagimdė sūnų ir jį pavadino Amonu. Jis yra ligi šiol tebegyvenančių amonitų tėvas.