1 Και εσηκωθη μετα τον Αβιμελεχ δια να σωση τον Ισραηλ Θωλα ο υιος του Φουα, υιου του Δωδω, ανηρ του Ισσαχαρ· και αυτος κατωκει εν Σαμιρ εν τω ορει Εφραιμ.
2 Και εκρινε τον Ισραηλ εικοσιτρια ετη· και απεθανε, και εταφη εν Σαμιρ.
3 Και μετ' αυτον εσηκωθη Ιαειρ ο Γαλααδιτης και εκρινε τον Ισραηλ εικοσιδυο ετη.
4 Ειχε δε τριακοντα υιους, οιτινες επεβαινον εις τριακοντα πωλαρια και ειχον τριακοντα πολεις, καλουμενας Χωραι του Ιαειρ εως της σημερον, αιτινες ειναι εν γη Γαλααδ.
5 Απεθανε δε ο Ιαειρ, και εταφη εν Καμων.
6 Και επραξαν παλιν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου και ελατρευσαν τους Βααλειμ και τας Ασταρωθ και τους θεους της Αραμ και τους θεους της Σιδωνος και τους θεους του Μωαβ και τους θεους των υιων Αμμων και τους θεους των Φιλισταιων, και εγκατελιπον τον Κυριον και δεν ελατρευσαν αυτον.
7 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου εναντιον του Ισραηλ, και επωλησεν αυτους εις την χειρα των Φιλισταιων και εις την χειρα των υιων Αμμων.
8 Και εξ εκεινου του ετους κατεθλιψαν και κατεδυναστευσαν τους υιους Ισραηλ δεκαοκτω ετη, παντας τους υιους Ισραηλ τους περαν του Ιορδανου, εν τη γη των Αμορραιων, ητις ειναι εν Γαλααδ.
9 Και διεβησαν οι υιοι Αμμων τον Ιορδανην, δια να πολεμησωσι και εναντιον του Ιουδα και εναντιον του Βενιαμιν και εναντιον του οικου Εφραιμ· ωστε ο Ισραηλ ητο εν ακρα αμηχανια.
10 Και εβοησαν οι υιοι Ισραηλ προς τον Κυριον, λεγοντες, Ημαρτησαμεν εις σε, διοτι εγκατελιπομεν τον Θεον ημων και ελατρευσαμεν τους Βααλειμ.
11 Και ειπε Κυριος προς τους υιους Ισραηλ, Δεν σας ελυτρωσα απο των Αιγυπτιων και απο των Αμορραιων, απο των υιων Αμμων και απο των Φιλισταιων;
12 οι Σιδωνιοι ετι και οι Αμαληκιται και οι Μαωνιται σας κατεθλιψαν· και εβοησατε προς εμε, και εγω σας ελυτρωσα εκ της χειρος αυτων·
13 αλλα σεις με εγκατελιπετε και ελατρευσατε αλλους θεους· δια τουτο δεν θελω σας λυτρωσει πλεον·
14 υπαγετε και βοησατε προς τους θεους τους οποιους εξελεξατε· αυτοι ας σας λυτρωσωσιν εν τω καιρω της αμηχανιας σας.
15 Και ειπαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ, Ημαρτησαμεν· καμε συ εις ημας οπως ειναι αρεστον εις τους οφθαλμους σου· πλην λυτρωσον ημας, δεομεθα, την ημεραν ταυτην.
16 Και απεβαλον τους θεους τους ξενους εκ μεσου αυτων και ελατρευσαν τον Κυριον, και εσπλαγχνισθη η ψυχη αυτου εις την δυστυχιαν του Ισραηλ.
17 Τοτε συνηχθησαν οι υιοι Αμμων και εστρατοπεδευσαν εν Γαλααδ. Και συνηθροισθησαν οι υιοι Ισραηλ και εστρατοπεδευσαν εν Μισπα.
18 Και ειπον ο λαος, οι αρχοντες της Γαλααδ, προς αλληλους, Τις θελει αρχισει να πολεμη εναντιον των υιων Αμμων; αυτος θελει εισθαι αρχηγος επι παντων των κατοικων της Γαλααδ.
1 Abimelechui mirus, iškilo Dodojo sūnaus Pūvos sūnus Tola iš Isacharo giminės, kad išgelbėtų Izraelį. Jis gyveno Šamyre, Efraimo kalnuose,
2 ir teisė Izraelį dvidešimt trejus metus. Po to jis mirė ir buvo palaidotas Šamyre.
3 Po to iškilo gileadietis Jayras, kuris teisė Izraelį dvidešimt dvejus metus.
4 Jis turėjo trisdešimt sūnų, kurie jodinėjo ant trisdešimties asilų ir valdė trisdešimt miestų. Tuos miestus iki šios dienos Gileado krašte tebevadina Havot Jayru.
5 Jayras mirė ir buvo palaidotas Kamone.
6 Izraelitai darė pikta Viešpaties akivaizdoje, garbindami Baalį, Astartę ir Sirijos, Sidono, Moabo, amonitų ir filistinų dievus. Jie paliko Viešpatį ir netarnavo Jam.
7 Viešpaties rūstybė užsidegė prieš Izraelį. Jis atidavė juos į filistinų ir amonitų rankas.
8 Jie aštuoniolika metų vargino ir spaudė visus izraelitus, kurie gyveno Jordano rytuose, Gileade, amoritų šalyje.
9 Amonitai persikėlė per Jordaną į vakarus ir kariavo su Judo, Benjamino ir Efraimo giminėmis. Izraelis, patekęs į didelį vargą,
10 šaukėsi Viešpaties: "Mes Tau nusidėjome, palikdami savo Dievą ir tarnaudami Baaliui".
11 Viešpats tarė: "Argi nespaudė jūsų egiptiečiai, amoritai, amonitai bei filistinai,
12 taip pat sidoniečiai, amalekiečiai ir midjaniečiai? Kai jūs šaukėtės manęs, Aš jus išgelbėjau iš jų rankų.
13 Tačiau jūs palikote mane ir tarnavote svetimiems dievams. Todėl daugiau nebegelbėsiu jūsų.
14 Eikite ir šaukitės tų dievų, kuriuos pasirinkote. Tegul jie išlaisvina jus iš vargų".
15 Izraelitai atsakė Viešpačiui: "Mes nusidėjome. Daryk su mumis, ką nori, tik išgelbėk mus šiandien".
16 Jie pašalino svetimus dievus iš savo tarpo ir tarnavo Viešpačiui. Tada Dievas pasigailėjo jų.
17 Amonitai susirinko ir pasistatė stovyklas Gileade, o izraelitai Micpoje.
18 Žmonės ir Gileado kunigaikščiai kalbėjosi: "Kas pradės kariauti su amonitais, tas taps visų Gileado gyventojų valdovu".