1 Ειπε δε προς τους μαθητας· Αδυνατον ειναι να μη ελθωσι τα σκανδαλα· πλην ουαι εις εκεινον, δια του οποιου ερχονται.
2 Συμφερει εις αυτον να κρεμασθη περι τον τραχηλον αυτου μυλου πετρα και να ριφθη εις την θαλασσαν, παρα να σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων.
3 Προσεχετε εις εαυτους. Εαν δε ο αδελφος σου αμαρτηση εις σε, επιπληξον αυτον· και εαν μετανοηση, συγχωρησον αυτον.
4 και εαν επτακις της ημερας αμαρτηση εις σε, και επτακις της ημερας επιστρεψη προς σε λεγων· Μετανοω, θελεις συγχωρησει αυτον.
5 Και ειπον οι αποστολοι προς τον Κυριον· Αυξησον εις ημας την πιστιν.
6 Ο δε Κυριος ειπεν· Εαν εχετε πιστιν ως κοκκον σιναπεως, ηθελετε ειπει εις την συκαμινον ταυτην, Εκριζωθητι και φυτευθητι εις την θαλασσαν· και ηθελε σας υπακουσει.
7 Τις δε απο σας εχων δουλον αροτριωντα η ποιμαινοντα, θελει ειπει προς αυτον, ευθυς αφου ελθη εκ του αγρου· Υπαγε, καθησον να φαγης,
8 και δεν θελει ειπει προς αυτον· Ετοιμασον τι να δειπνησω, και περιζωσθεις υπηρετει με, εωσου φαγω και πιω, και μετα ταυτα θελεις φαγει και πιει συ;
9 Μηπως γνωριζει χαριν εις τον δουλον εκεινον, διοτι εκαμε τα διαταχθεντα εις αυτον; δεν μοι φαινεται.
10 Ουτω και σεις, οταν καμητε παντα τα διαταχθεντα εις εσας, λεγετε οτι δουλοι αχρειοι ειμεθα, επειδη εκαμαμεν ο, τι εχρεωστουμεν να καμωμεν.
11 Και οτε αυτος επορευετο εις την Ιερουσαλημ, διεβαινε δια μεσου της Σαμαρειας και Γαλιλαιας.
12 Και ενω εισηρχετο εις τινα κωμην, απηντησαν αυτον δεκα ανθρωποι λεπροι, οιτινες εσταθησαν μακροθεν,
13 και αυτοι υψωσαν φωνην, λεγοντες· Ιησου, Επιστατα, ελεησον ημας.
14 Και ιδων ειπε προς αυτους· Υπαγετε και δειξατε εαυτους εις τους ιερεις. Και ενω, επορευοντο, εκαθαρισθησαν.
15 Εις δε εξ αυτων, ιδων οτι ιατρευθη, υπεστρεψε μετα φωνης μεγαλης δοξαζων τον Θεον,
16 και επεσε κατα προσωπον εις τους ποδας αυτου, ευχαριστων αυτον· και αυτος ητο Σαμαρειτης.
17 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε· Δεν εκαθαρισθησαν οι δεκα; οι δε εννεα που ειναι;
18 Δεν ευρεθησαν αλλοι να υποστρεψωσι δια να δοξασωσι τον Θεον ειμη ο αλλογενης ουτος;
19 Και ειπε προς αυτον· Σηκωθεις υπαγε· η πιστις σου σε εσωσεν.
20 Ερωτηθεις δε υπο των Φαρισαιων, ποτε ερχεται η βασιλεια του Θεου, απεκριθη προς αυτους και ειπε· Δεν ερχεται η βασιλεια του Θεου ουτως ωστε να παρατηρηται·
21 ουδε θελουσιν ειπει· Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει· διοτι ιδου, η βασιλεια του Θεου ειναι εντος υμων.
22 Ειπε δε προς τους μαθητας· θελουσιν ελθει ημεραι, οτε θελετε επιθυμησει να ιδητε μιαν των ημερων του Υιου του ανθρωπου, και δεν θελετε ιδει.
23 και θελουσι σας ειπει· Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει· μη υπαγητε μηδ' ακολουθησητε.
24 Διοτι ως η αστραπη η αστραπτουσα εκ της υπ' ουρανον λαμπει εις την υπ' ουρανον, ουτω θελει εισθαι και ο Υιος του ανθρωπου εν τη ημερα αυτου.
25 Πρωτον ομως πρεπει αυτος να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο της γενεας ταυτης.
26 Και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Νωε, ουτω θελει εισθαι και εν ταις ημεραις του Υιου του ανθρωπου·
27 ετρωγον, επινον, ενυμφευον, ενυμφευοντο, μεχρι της ημερας καθ' ην ο Νωε εισηλθεν εις την κιβωτον, και ηλθεν ο κατακλυσμος και απωλεσεν απαντας.
28 Ομοιως και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Λωτ· ετρωγον, επινον, ηγοραζον, επωλουν, εφυτευον, ωκοδομουν·
29 καθ' ην δε ημεραν εξηλθεν ο Λωτ απο Σοδομων, εβρεξε πυρ και θειον απ' ουρανου και απωλεσεν απαντας.
30 Ωσαυτως θελει εισθαι καθ' ην ημεραν ο Υιος του ανθρωπου θελει φανερωθη.
31 Κατ' εκεινην την ημεραν οστις ευρεθη επι του δωματος και τα σκευη αυτου εν τη οικια, ας μη καταβη δια να λαβη αυτα, και οστις εν τω αγρω ομοιως ας μη επιστρεψη εις τα οπισω.
32 Ενθυμεισθε την γυναικα του Λωτ.
33 Οστις ζητηση να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην, και οστις απολεση αυτην, θελει διαφυλαξει αυτην.
34 Σας λεγω, Εν τη νυκτι εκεινη θελουσιν εισθαι δυο επι μιας κλινης, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται·
35 δυο γυναικες θελουσιν αλεθει ομου, η μια παραλαμβανεται και η αλλη αφινεται·
36 δυο θελουσιν εισθαι εν τω αγρω, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται.
37 Και αποκριθεντες λεγουσι προς αυτον· Που, Κυριε; Ο δε ειπε προς αυτους· Οπου ειναι το σωμα, εκει θελουσι συναχθη οι αετοι.
1 Jėzus kalbėjo savo mokiniams: "Papiktinimai neišvengiami, bet vargas tam, per kurį jie ateina.
2 Jam būtų geriau, jei ant kaklo užkabintų girnų akmenį ir įmestų jūron, negu jis papiktintų nors vieną iš šitų mažutėlių.
3 Saugokitės! Jei tavo brolis nusideda prieš tave, sudrausk jį ir, jeigu jis atgailauja, atleisk jam.
4 Jei jis septynis kartus per dieną tau nusidėtų ir septynis kartus kreiptųsi į tave, sakydamas: ‘Atgailauju’,atleisk jam".
5 Apaštalai tarė Viešpačiui: "Sustiprink mūsų tikėjimą".
6 O Viešpats atsakė: "Jei turėtumėte tikėjimą kaip garstyčios grūdelį, galėtumėte sakyti šitam šilkmedžiui: ‘Išsirauk ir pasisodink jūroje’,ir jis paklausytų jūsų".
7 "Kas iš jūsų, turėdamas ariantį ar ganantį vergą, jam grįžus iš lauko, sakys: ‘Tuojau sėsk prie stalo’?
8 Argi nesakys jam: ‘Paruošk man vakarienę. Susijuosk ir patarnauk, kol aš valgysiu ir gersiu, o paskui tu pavalgysi ir atsigersi’?
9 Argi vergui dėkojama, kad jis atliko tai, kas jam liepta? Nemanau.
10 Taigi jūs, atlikę visa, kas jums pavesta, sakykite: ‘Esame nenaudingi vergai. Padarėme, ką privalėjome padaryti’ ".
11 Keliaujant į Jeruzalę, teko Jėzui eiti tarp Samarijos ir Galilėjos.
12 Jam įeinant į vieną kaimą, Jį pasitiko dešimt raupsuotų vyrų. Jie sustojo atstu
13 ir garsiai šaukė: "Jėzau, Mokytojau, pasigailėk mūsų!"
14 Pamatęs juos, Jis tarė: "Eikite, pasirodykite kunigams!" Ir beeidami jie pasveiko.
15 Vienas iš jų, patyręs, kad išgijo, sugrįžo atgal, garsiai garbindamas Dievą.
16 Jis dėkodamas parpuolė Jėzui po kojų. Tai buvo samarietis.
17 Jėzus paklausė: "Argi ne dešimt pasveiko? Kur dar devyni?
18 Ar neatsirado nė vieno, kuris grįžtų atiduoti Dievui garbę, išskyrus šitą svetimtautį?"
19 Ir tarė jam: "Kelkis, eik! Tavo tikėjimas išgydė tave".
20 Fariziejų paklaustas, kada ateis Dievo karalystė, Jėzus atsakė: "Dievo karalystė neateina regimai.
21 Niekas nepasakys: ‘Žiūrėk, ji čia’, arba: ‘Žiūrėk, ji ten!’ Nes štai Dievo karalystė yra tarp jūsų".
22 Ir Jis tarė mokiniams: "Ateis dienos, kai norėsite išvysti bent vieną Žmogaus Sūnaus dieną, ir nepamatysite.
23 Jums sakys: ‘Žiūrėkite čia! Žiūrėkite ten!’Nesekite jais ir neikite paskui juos.
24 Kaip tvykstelėjęs žaibas nušviečia viską nuo vieno dangaus pakraščio iki kito, taip savo dieną pasirodys ir Žmogaus Sūnus.
25 Bet pirmiau Jis turės daug iškentėti ir būti šitos kartos atmestas.
26 Kaip buvo Nojaus dienomis, taip bus ir Žmogaus Sūnaus dienomis.
27 Jie valgė, gėrė, tuokėsi ir tuokė, kol atėjo diena, kai Nojus įlipo į laivą. Tada užėjo tvanas ir visus sunaikino.
28 Taip pat buvo ir Loto dienomis. Jie valgė ir gėrė, pirko ir pardavinėjo, sodino ir statė.
29 O tą dieną, kada Lotas paliko Sodomą, iš dangaus krito ugnis ir siera ir visus sunaikino.
30 Šitaip bus ir tą dieną, kai pasirodys Žmogaus Sūnus.
31 Kas tą dieną bus ant stogo, o jo daiktai viduje, tenelipa žemyn jų pasiimti, o kas laukuose, tenegrįžta namo.
32 Prisiminkite Loto žmoną!
33 Kas stengsis išgelbėti savo gyvybę, tas ją praras, o kas ją praras, tas atgaivins ją.
34 Sakau jums: tą naktį dviese miegos vienoje lovoje, ir vienas bus paimtas, o kitas paliktas.
35 Dvi mals drauge, ir viena bus paimta, o kita palikta.
36 Du bus lauke, ir vienas bus paimtas, kitas paliktas".
37 Tada jie atsiliepė: "O kurgi, Viešpatie?" Jis atsakė: "Kur tik bus lavonų, ten sulėks ir maitvanagiai".