23 Εν εκεινη τη ημερα προσηλθον προς αυτον Σαδδουκαιοι, οι λεγοντες οτι δεν ειναι αναστασις, και ηρωτησαν αυτον, λεγοντες·

24 Διδασκαλε, ο Μωυσης ειπεν, Εαν τις αποθανη μη εχων τεκνα, θελει νυμφευθη ο αδελφος αυτου την γυναικα αυτου και θελει αναστησει σπερμα εις τον αδελφον αυτου.

25 Ησαν δε παρ' ημιν επτα αδελφοι· και ο πρωτος αφου ενυμφευθη ετελευτησε, και μη εχων τεκνον, αφηκε την γυναικα αυτου εις τον αδελφον αυτου·

26 ομοιως και ο δευτερος, και ο τριτος, εως των επτα.

27 Υστερον δε παντων απεθανε και η γυνη.

28 Εν τη αναστασει λοιπον τινος των επτα θελει εισθαι γυνη; διοτι παντες ελαβον αυτην.

29 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Πλανασθε μη γνωριζοντες τας γραφας μηδε την δυναμιν του Θεου.

30 Διοτι εν τη αναστασει ουτε νυμφευονται ουτε νυμφευουσιν, αλλ' ειναι ως αγγελοι του Θεου εν ουρανω.

31 Περι δε της αναστασεως των νεκρων δεν ανεγνωσατε το ρηθεν προς εσας υπο του Θεου, λεγοντος·

32 Εγω ειμαι ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ; δεν ειναι ο Θεος νεκρων, αλλα ζωντων.

33 Και ακουσαντες οι οχλοι, εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου.

23 Tą pačią dieną atėjo pas Jį sadukiejų, kurie nepripažįsta mirusiųjų prisikėlimo, ir klausė:

24 "Mokytojau, Mozė yra pasakęs: ‘Jei kas mirtų bevaikis, tegul jo brolis veda jo žmoną ir pažadina savo broliui palikuonių’.

25 Štai pas mus buvo septyni broliai. Pirmasis vedęs mirė ir, neturėdamas vaikų, paliko žmoną savo broliui.

26 Taip atsitiko antrajam ir trečiajam iki septintojo.

27 Po jų visų numirė ir ta moteris.

28 Tad kurio iš septynių ji bus žmona prisikėlime? Juk visi yra ją turėję".

29 Jėzus jiems atsakė: "Jūs klystate, nepažindami nei Raštų, nei Dievo jėgos.

30 Prisikėlime nei ves, nei tekės, bet bus kaip Dievo angelai danguje.

31 O apie mirusiųjų prisikėlimą ar neskaitėte, kas jums Dievo pasakyta:

32 ‘Aš esu Abraomo Dievas, Izaoko Dievas ir Jokūbo Dievas’. Dievas nėra mirusiųjų Dievas, bet gyvųjų!"

33 Tai girdėdama, minia stebėjosi Jo mokymu.