1 Εν εκειναις δε ταις ημεραις ερχεται Ιωαννης ο βαπτιστης, κηρυττων εν τη ερημω της Ιουδαιας
2 και λεγων· Μετανοειτε· διοτι επλησιασεν βασιλεια των ουρανων.
3 Διοτι ουτος ειναι ο ρηθεις υπο Ησαιου του προφητου, λεγοντος· Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.
4 Αυτος δε ο Ιωαννης ειχε το ενδυμα αυτου απο τριχων καμηλου και ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, η δε τροφη αυτου ητο ακριδες και μελι αγριον.
5 Τοτε εξηρχετο προς αυτον η Ιεροσολυμα και πασα η Ιουδαια και παντα τα περιχωρα του Ιορδανου,
6 και εβαπτιζοντο εν τω Ιορδανη υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.
7 Ιδων δε πολλους εκ των Φαρισαιων και Σαδδουκαιων ερχομενους εις το βαπτισμα αυτου, ειπε προς αυτους· Γεννηματα εχιδνων, τις εδειξεν εις εσας να φυγητε απο της μελλουσης οργης;
8 Καμετε λοιπον καρπους αξιους της μετανοιας,
9 και μη φαντασθητε να λεγητε καθ' εαυτους, Πατερα εχομεν τον Αβρααμ· διοτι σας λεγω οτι δυναται ο Θεος εκ των λιθων τουτων να αναστηση τεκνα εις τον Αβρααμ.
10 Ηδη δε και η αξινη κειται προς την ριζαν των δενδρων· παν λοιπον δενδρον μη καμνον καρπον καλον εκκοπτεται και εις πυρ βαλλεται.
11 Εγω μεν σας βαπτιζω εν υδατι εις μετανοιαν· ο δε οπισω μου ερχομενος ειναι ισχυροτερος μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος να βαστασω τα υποδηματα· αυτος θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω και πυρι.
12 Οστις κρατει το πτυαριον εν τη χειρι αυτου και θελει διακαθαρισει το αλωνιον αυτου και θελει συναξει τον σιτον αυτου εις την αποθηκην, το δε αχυρον θελει κατακαυσει εν πυρι ασβεστω.
13 Τοτε ερχεται ο Ιησους απο της Γαλιλαιας εις τον Ιορδανην προς τον Ιωαννην δια να βαπτισθη υπ' αυτου.
14 Ο δε Ιωαννης εκωλυεν αυτον, λεγων, Εγω χρειαν εχω να βαπτισθω υπο σου, και συ ερχεσαι προς εμε;
15 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε προς αυτον· Αφες τωρα· διοτι ουτως ειναι πρεπον εις ημας να εκπληρωσωμεν πασαν δικαιοσυνην. Τοτε αφινει αυτον.
16 Και βαπτισθεις ο Ιησους ανεβη ευθυς απο του υδατος· και ιδου, ηνοιχθησαν εις αυτον οι ουρανοι, και ειδε το Πνευμα του Θεου καταβαινον ως περιστεραν και ερχομενον επ' αυτον·
17 και ιδου φωνη εκ των ουρανων, λεγουσα· Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.
1 Anomis dienomis pasirodė Jonas Krikštytojas ir pamokslavo Judėjos dykumoje,
2 skelbdamas: "Atgailaukite, nes prisiartino dangaus karalystė".
3 O jis buvo tas, apie kurį pranašas Izaijas yra pasakęs: "Dykumoje šaukiančiojo balsas: ‘Paruoškite Viešpačiui kelią! Ištiesinkite Jam takus!’ "
4 Pats Jonas vilkėjo kupranugario vilnų apdaru, o strėnas buvo susijuosęs odiniu diržu. Jis maitinosi skėriais ir lauko medumi.
5 Tuomet Jeruzalė, visa Judėja ir visa Pajordanė ėjo pas jį.
6 Žmonės buvo jo krikštijami Jordano upėje ir išpažindavo savo nuodėmes.
7 Pamatęs daug fariziejų ir sadukiejų, einančių pas jį krikštytis, jis jiems sakė: "Angių išperos, kas perspėjo jus bėgti nuo ateinančios rūstybės?
8 Duokite vaisių, vertų atgailos!
9 Ir nebandykite ramintis: ‘Mūsų tėvasAbraomas’. Aš jums sakau, kad Dievas gali pažadinti Abraomui vaikų iš šitų akmenų.
10 Štai kirvis jau prie medžių šaknų, ir kiekvienas medis, kuris neduoda gerų vaisių, yra nukertamas ir įmetamas į ugnį.
11 Aš jus krikštiju vandeniu atgailai, bet Tas, kuris ateina po manęs,galingesnis už mane, aš nevertas net Jo sandalų nuauti. Jis krikštys jus Šventąja Dvasia ir ugnimi.
12 Jo rankoje vėtyklė, ir Jis kruopščiai išvalys savo kluoną. Kviečius surinks į klėtį, o pelus sudegins neužgesinama ugnimi".
13 Tuomet Jėzus iš Galilėjos atėjo prie Jordano pas Joną krikštytis.
14 Jonas Jį atkalbinėjo: "Aš turėčiau būti Tavo pakrikštytas, o Tu ateini pas mane!"
15 Bet Jėzus jam atsakė: "Šį kartą paklausyk! Taip mudviem dera įvykdyti visą teisumą". Tada Jonas sutiko.
16 Pakrikštytas Jėzus tuoj išbrido iš vandens. Ir štai Jam atsivėrė dangus, ir Jis pamatė Dievo Dvasią, sklendžiančią žemyn it balandį ir nusileidžiančią ant Jo.
17 Ir štai balsas iš dangaus prabilo: "Šitas yra mano mylimas Sūnus, kuriuo Aš gėriuosi".