36 Τοτε ερχεται μετ' αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας· Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.

37 Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.

38 Τοτε λεγει προς αυτους· Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου· μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ' εμου.

39 Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων· Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ' εμου το ποτηριον τουτο· πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ' ως συ.

40 Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον· Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ' εμου;

41 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.

42 Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων· Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ' εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.

43 Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους· διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.

44 Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.

45 Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους· Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε· ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.

46 Εγερθητε, ας υπαγωμεν· Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.

36 Tuomet Jėzus su jais atėjo į vietą, vadinamą Getsemane, ir tarė mokiniams: "Pasėdėkite čia, kol Aš ten nuėjęs melsiuos".

37 Pasiėmęs Petrą ir abu Zebediejaus sūnus, pradėjo liūdėti ir sielvartauti.

38 Tada tarė jiems: "Mano siela mirtinai nuliūdusi. Likite čia ir budėkite su manimi".

39 Paėjęs kiek toliau, Jėzus parpuolė veidu į žemę ir meldėsi: "Mano Tėve, jeigu įmanoma, teaplenkia mane ši taurė. Tačiau ne kaip Aš noriu, bet kaip Tu!"

40 Jis sugrįžo pas mokinius ir, radęs juos miegančius, tarė Petrui: "Nepajėgėte nė vienos valandos pabudėti su manimi?

41 Budėkite ir melskitės, kad nepatektumėte į pagundymą. Dvasia ryžtinga, bet kūnas silpnas".

42 Ir vėl nuėjęs antrą kartą, meldėsi: "Mano Tėve, jei ši taurė negali praeiti mano negerta, tebūnie Tavo valia!"

43 Sugrįžęs vėl rado juos miegančius, nes jų akys buvo apsunkusios.

44 Tada, palikęs juos, vėl nuėjo ir trečią kartą meldėsi tais pačiais žodžiais.

45 Paskui grįžo pas mokinius ir tarė: "Jūs vis dar miegate ir ilsitės... Štai atėjo valanda, ir Žmogaus Sūnus išduodamas į nusidėjėlių rankas.

46 Kelkitės, eime! Štai mano išdavėjas čia pat".