1 Ητο δε μεγαλη κραυγη του λαου και των γυναικων αυτων κατα των αδελφων αυτων των Ιουδαιων.
2 Διοτι ησαν τινες λεγοντες, Ημεις, οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων, ειμεθα πολλοι· οθεν ας λαβωμεν σιτον, δια να φαγωμεν και να ζησωμεν.
3 Και ησαν τινες λεγοντες, Ημεις βαλλομεν ενεχυρον τους αγρους ημων, τους αμπελωνας ημων και τας οικιας ημων, δια να λαβωμεν σιτον εξ αιτιας της πεινης.
4 Ησαν ετι τινες λεγοντες, Ημεις εδανεισθημεν αργυρια δια τους φορους του βασιλεως επι τους αγρους και επι τους αμπελωνας ημων·
5 τωρα δε η σαρξ ημων ειναι ως η σαρξ των αδελφων ημων, τα τεκνα ημων ως τα τεκνα αυτων· και ιδου, ημεις καθυποβαλλομεν εις δουλειαν τους υιους ημων και τας θυγατερας ημων δια να ηναι δουλοι, και τινες εκ των θυγατερων ημων εφερθησαν ηδη εις δουλειαν· και δεν ειναι ουδεν εις την εξουσιαν ημων, διοτι αλλοι εχουσι τους αγρους και τους αμπελωνας ημων.
6 Και ηγανακτησα σφοδρα, ακουσας την κραυγην αυτων και τους λογους τουτους.
7 Και εσκεφθην κατ' εμαυτον, και επεπληξα τους προκριτους και τους προεστωτας και ειπα προς αυτους, Σεις φορολογειτε εκαστος τον αδελφον αυτου. Και συνεκαλεσα κατ' αυτων συναξιν μεγαλην.
8 Και ειπα προς αυτους, Ημεις κατα την δυναμιν ημων εξηγορασαμεν τους αδελφους ημων Ιουδαιους, τους πωληθεντας εις τα εθνη· και σεις αυτοι θελετε πωλησει τους αδελφους σας; η θελουσι πωληθη εις ημας; Εκεινοι δε εσιωπων και δεν ευρηκαν αποκρισιν.
9 Και ειπα, Δεν ειναι καλον το πραγμα το οποιον σεις καμνετε· δεν πρεπει να περιπατητε εν τω φοβω του Θεου ημων, δια να μη ονειδιζωσιν ημας τα εθνη, οι εχθροι ημων;
10 και εγω ετι και οι αδελφοι μου και οι δουλοι μου εδανεισαμεν εις αυτους χρηματα και σιτον· ας αφησωμεν, παρακαλω, την απαιτησιν ταυτην·
11 επιστρεψατε λοιπον εις αυτους, ταυτην την ημεραν, τους αγρους αυτων, τους αμπελωνας αυτων, τους ελαιωνας αυτων και τους οικους αυτων και το εκατοστον του αργυριου και του σιτου, του οινου και του ελαιου, το οποιον απαιτειτε παρ' αυτων.
12 Τοτε ειπον, Θελομεν αποδωσει ταυτα και δεν θελομεν ζητησει ουδεν παρ' αυτων· ουτω θελομεν καμει, καθως συ λεγεις. Τοτε εκαλεσα τους ιερεις και ωρκισα αυτους, οτι θελουσι καμει κατα τον λογον τουτον.
13 Εξετιναξα ετι τον κολπον μου, λεγων, Ουτω να εκτιναξη ο Θεος παντα ανθρωπον απο του οικου αυτου και απο του κοπου αυτου, οστις δεν εκτελεση τον λογον τουτον, και ουτω να ηναι εκτετιναγμενος και κενος. Και ειπον πασα η συναξις, Αμην, και εδοξασαν τον Κυριον. Και εκαμεν ο λαος κατα τον λογον τουτον.
14 Αφ' ης δε ημερας προσεταχθην να ημαι κυβερνητης αυτων εν τη γη Ιουδα, απο του εικοστου ετους εως του τριακοστου δευτερου ετους Αρταξερξου του βασιλεως, δωδεκα ετη, εγω και οι αδελφοι μου δεν εφαγομεν τον αρτον του κυβερνητου.
15 Οι προτεροι ομως κυβερνηται, οι προ εμου, κατεβαρυνον τον λαον, και ελαμβανον παρ' αυτων αρτον και οινον, εκτος τεσσαρακοντα σικλων αργυριου· ετι και οι δουλοι αυτων εξουσιαζον τον λαον· αλλ' εγω δεν εκαμνον ουτω, φοβουμενος τον Θεον.
16 Και μαλιστα ενισχυθην εις το εργον τουτου του τειχους, και αγρον δεν ηγορασαμεν· και παντες οι δουλοι μου ησαν συνηγμενοι εκει εις το εργον.
17 Ησαν ετι εις την τραπεζαν μου εκατον πεντηκοντα ανδρες εκ των Ιουδαιων και των προεστωτων, και οι ερχομενοι προς ημας εκ των εθνων των περιξ ημων.
18 Το δε καθ' ημεραν ετοιμαζομενον δι' εμε ητο εις βους και εξ εκλεκτα προβατα· και πτηνα ητοιμαζοντο δι' εμε, και απαξ εις δεκα ημερας αφθονια απο παντος ειδους οινου· και ομως δεν εζητησα τον αρτον του κυβερνητου· διοτι η δουλεια ητο βαρεια επι τουτον τον λαον.
19 Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω, κατα παντα οσα εγω εκαμον υπερ του λαου τουτου.
1 Kilo didelis žmonių ir jų moterų šauksmas prieš savo brolius žydus.
2 Vieni sakė: "Mūsų su sūnumis ir dukterimis yra daug. Pirkime grūdus, kad turėtume ką valgyti ir išliktume gyvi!"
3 Kiti sakė: "Savo laukus, vynuogynus ir namus užstatėme už grūdus, kad apsigintume nuo bado".
4 Dar kiti sakė: "Mes turime skolintis pinigų iš karaliaus, užstatydami savo laukus ir vynuogynus.
5 Mes esame tokie pat, kaip ir mūsų broliai; mūsų vaikai yra tokie pat, kaip ir jų vaikai. Tačiau mes turime atiduoti savo sūnus ir dukteris vergais, ir kai kurių mūsų dukterys jau yra vergės. Mes negalime jų išpirkti, nes mūsų laukai ir vynuogynai priklauso kitiems".
6 Išgirdęs tą šauksmą ir tuos žodžius, labai supykau.
7 Apsvarsčiau reikalą ir sudraudžiau kilminguosius ir viršininkus, sakydamas: "Jūs kiekvienas lupate palūkanas iš savo brolio". Sušaukęs visuotinį susirinkimą,
8 kalbėjau: "Kiek leido mūsų išgalės, mes išpirkome savo brolius žydus, kurie buvo parduoti pagonims, o jūs verčiate savo brolius parsiduoti jums!" Jie tylėjo ir nieko neatsakė.
9 Aš tęsiau: "Negerai darote! Argi neturėtumėte bijoti Dievo ir neduoti progos pagonims mūsų gėdinti?
10 Aš, mano broliai ir mano tarnai taip pat skolinome pinigų ir grūdų. Dovanokime jiems šitą skolą!
11 Šiandien pat grąžinkite jiems dirvas, vynuogynus, alyvų sodus bei namus ir dalį skolų: pinigus, javus, vyną ir aliejų, ką ėmėte palūkanų".
12 Tuomet jie atsakė: "Viską grąžinsime ir skolų iš jų nereikalausime, darysime, kaip sakei". Pasišaukęs kunigus, prisaikdinau juos žmonėms girdint, kad vykdytų savo pažadą.
13 Aš iškračiau savo antį ir tariau: "Tegul Dievas taip pat iškrato kiekvieną, kuris neištesės šito pažado, iš jo namų ir iš įsigytos nuosavybės ir tegul jis lieka tuščias". Visi susirinkusieji tarė: "Amen". Ir šlovino Viešpatį. Žmonės vykdė, ką buvo pasižadėję.
14 Nuo tos dienos, kai buvau paskirtas valdytoju Judo krašte, nuo dvidešimtųjų iki trisdešimt antrųjų karaliaus Artakserkso metų, dvylika metų aš su savo broliais nevalgiau valdytojo duonos.
15 Valdytojai, buvę iki manęs, skriaudė žmones, imdami iš jų duonos ir vyno ir keturiasdešimt šekelių sidabro; taip pat ir jų tarnai išnaudojo tautą, bet aš taip nedariau, bijodamas Dievo.
16 Aš taip pat tęsiau darbą prie sienos ir neįsigijau jokios nuosavybės; visi mano tarnai irgi dirbo prie statybos.
17 Be to, šimtas penkiasdešimt žydų ir viršininkų valgė prie mano stalo, neskaičiuojant svetimų tautų žmonių, kurie apsilankydavo pas mus.
18 Kasdien man paruošdavo vieną jautį, šešias rinktines avis ir paukščių; kas dešimtą dieną gausiai pristatydavo visokio vyno; aš nereikalaudavau valdytojo duonos, nes skurdas sunkiai slėgė tautą.
19 Mano Dieve, priskaityk mano naudai visa, ką padariau šiai tautai!