1 Δεν θελει εισθαι ομως τοιουτον θαμβωμα εις την γην την τεθλιμμενην· εν τοις προτεροις καιροις εξουθενωσε την γην Ζαβουλων και την γην Νεφθαλειμ· εν δε τοις υστεροις εκαμεν ενδοξα τα μερη τα προς την οδον της θαλασσης, περαν του Ιορδανου, την Γαλιλαιαν των εθνων.
2 Ο λαος ο περιπατων εν τω σκοτει ειδε φως μεγα· εις τους καθημενους εν γη σκιας θανατου, φως ελαμψεν επ' αυτους.
3 Επολλαπλασιασας το εθνος, ηυξησας εις αυτην την χαραν· χαιρουσιν εμπροσθεν σου κατα την χαραν του θερισμου, καθως αγαλλονται οι διαμεριζομενοι τα λαφυρα.
4 Διοτι συ συνετριψας τον ζυγον του φορτιου αυτου και την ραβδον του ωμου αυτου και την μαστιγα του καταδυναστευοντος αυτον, καθως εν τη ημερα του Μαδιαμ.
5 Διοτι πασα περικνημις πολεμιστου μαχομενου μετα θορυβου και πασα στολη κεκυλισμενη εις αιματα θελει εισθαι δια καυσιν και υλην πυρος.
6 Διοτι παιδιον εγεννηθη εις ημας, υιος εδοθη εις ημας· και η εξουσια θελει εισθαι επι τον ωμον αυτου· και το ονομα αυτου θελει καλεσθη Θαυμαστος, Συμβουλος, Θεος ισχυρος, Πατηρ του μελλοντος αιωνος, Αρχων ειρηνης.
1 Contudo, não haverá mais escuridão para os que estavam aflitos. No passado ele humilhou a terra de Zebulom e de Naftali, mas no futuro honrará a Galiléia dos gentios, o caminho do mar, junto ao Jordão.
2 O povo que caminhava em trevas viu uma grande luz; sobre os que viviam na terra da sombra da morte raiou uma luz.
3 Fizeste crescer a nação e aumentaste a sua alegria; eles se alegram diante de ti como os que se regozijam na colheita, como os que exultam quando dividem os bens tomados na batalha.
4 Pois, tu destruíste o jugo que os oprimia, a canga que estava sobre os seus ombros, e a vara de castigo do seu opressor, como no dia da derrota de Midiã.
5 Pois, toda bota de guerreiro usada em combate e toda veste revolvida em sangue serão queimadas, como lenha no fogo.
6 Porque um menino nos nasceu, um filho nos foi dado, e o governo está sobre os seus ombros. E ele será chamado Maravilhoso Conselheiro, Deus Poderoso, Pai Eterno, Príncipe da Paz.