1 ην δε ανθρωπος εκ των φαρισαιων νικοδημος ονομα αυτω αρχων των ιουδαιων

2 ουτος ηλθεν προς τον ιησουν νυκτος και ειπεν αυτω ραββι οιδαμεν οτι απο θεου εληλυθας διδασκαλος ουδεις γαρ ταυτα τα σημεια δυναται ποιειν α συ ποιεις εαν μη η ο θεος μετ αυτου

3 απεκριθη ο ιησους και ειπεν αυτω αμην αμην λεγω σοι εαν μη τις γεννηθη ανωθεν ου δυναται ιδειν την βασιλειαν του θεου

4 λεγει προς αυτον ο νικοδημος πως δυναται ανθρωπος γεννηθηναι γερων ων μη δυναται εις την κοιλιαν της μητρος αυτου δευτερον εισελθειν και γεννηθηναι

5 απεκριθη ο ιησους αμην αμην λεγω σοι εαν μη τις γεννηθη εξ υδατος και πνευματος ου δυναται εισελθειν εις την βασιλειαν του θεου

6 το γεγεννημενον εκ της σαρκος σαρξ εστιν και το γεγεννημενον εκ του πνευματος πνευμα εστιν

7 μη θαυμασης οτι ειπον σοι δει υμας γεννηθηναι ανωθεν

8 το πνευμα οπου θελει πνει και την φωνην αυτου ακουεις αλλ ουκ οιδας ποθεν ερχεται και που υπαγει ουτως εστιν πας ο γεγεννημενος εκ του πνευματος

9 απεκριθη νικοδημος και ειπεν αυτω πως δυναται ταυτα γενεσθαι

10 απεκριθη ο ιησους και ειπεν αυτω συ ει ο διδασκαλος του ισραηλ και ταυτα ου γινωσκεις

11 αμην αμην λεγω σοι οτι ο οιδαμεν λαλουμεν και ο εωρακαμεν μαρτυρουμεν και την μαρτυριαν ημων ου λαμβανετε

12 ει τα επιγεια ειπον υμιν και ου πιστευετε πως εαν ειπω υμιν τα επουρανια πιστευσετε

13 και ουδεις αναβεβηκεν εις τον ουρανον ει μη ο εκ του ουρανου καταβας ο υιος του ανθρωπου ο ων εν τω ουρανω

14 και καθως μωσης υψωσεν τον οφιν εν τη ερημω ουτως υψωθηναι δει τον υιον του ανθρωπου

15 ινα πας ο πιστευων εις αυτον μη αποληται αλλ εχη ζωην αιωνιον

16 ουτως γαρ ηγαπησεν ο θεος τον κοσμον ωστε τον υιον αυτου τον μονογενη εδωκεν ινα πας ο πιστευων εις αυτον μη αποληται αλλ εχη ζωην αιωνιον

17 ου γαρ απεστειλεν ο θεος τον υιον αυτου εις τον κοσμον ινα κρινη τον κοσμον αλλ ινα σωθη ο κοσμος δι αυτου

18 ο πιστευων εις αυτον ου κρινεται ο δε μη πιστευων ηδη κεκριται οτι μη πεπιστευκεν εις το ονομα του μονογενους υιου του θεου

19 αυτη δε εστιν η κρισις οτι το φως εληλυθεν εις τον κοσμον και ηγαπησαν οι ανθρωποι μαλλον το σκοτος η το φως ην γαρ πονηρα αυτων τα εργα

20 πας γαρ ο φαυλα πρασσων μισει το φως και ουκ ερχεται προς το φως ινα μη ελεγχθη τα εργα αυτου

21 ο δε ποιων την αληθειαν ερχεται προς το φως ινα φανερωθη αυτου τα εργα οτι εν θεω εστιν ειργασμενα

22 μετα ταυτα ηλθεν ο ιησους και οι μαθηται αυτου εις την ιουδαιαν γην και εκει διετριβεν μετ αυτων και εβαπτιζεν

23 ην δε και ιωαννης βαπτιζων εν αινων εγγυς του σαλειμ οτι υδατα πολλα ην εκει και παρεγινοντο και εβαπτιζοντο

24 ουπω γαρ ην βεβλημενος εις την φυλακην ο ιωαννης

25 εγενετο ουν ζητησις εκ των μαθητων ιωαννου μετα ιουδαιων περι καθαρισμου

26 και ηλθον προς τον ιωαννην και ειπον αυτω ραββι ος ην μετα σου περαν του ιορδανου ω συ μεμαρτυρηκας ιδε ουτος βαπτιζει και παντες ερχονται προς αυτον

27 απεκριθη ιωαννης και ειπεν ου δυναται ανθρωπος λαμβανειν ουδεν εαν μη η δεδομενον αυτω εκ του ουρανου

28 αυτοι υμεις μοι μαρτυρειτε οτι ειπον ουκ ειμι εγω ο χριστος αλλ οτι απεσταλμενος ειμι εμπροσθεν εκεινου

29 ο εχων την νυμφην νυμφιος εστιν ο δε φιλος του νυμφιου ο εστηκως και ακουων αυτου χαρα χαιρει δια την φωνην του νυμφιου αυτη ουν η χαρα η εμη πεπληρωται

30 εκεινον δει αυξανειν εμε δε ελαττουσθαι

31 ο ανωθεν ερχομενος επανω παντων εστιν ο ων εκ της γης εκ της γης εστιν και εκ της γης λαλει ο εκ του ουρανου ερχομενος επανω παντων εστιν

32 και ο εωρακεν και ηκουσεν τουτο μαρτυρει και την μαρτυριαν αυτου ουδεις λαμβανει

33 ο λαβων αυτου την μαρτυριαν εσφραγισεν οτι ο θεος αληθης εστιν

34 ον γαρ απεστειλεν ο θεος τα ρηματα του θεου λαλει ου γαρ εκ μετρου διδωσιν ο θεος το πνευμα

35 ο πατηρ αγαπα τον υιον και παντα δεδωκεν εν τη χειρι αυτου

36 ο πιστευων εις τον υιον εχει ζωην αιωνιον ο δε απειθων τω υιω ουκ οψεται ζωην αλλ η οργη του θεου μενει επ αυτον

1 Vala pedig a farizeusok közt egy ember, a neve Nikodémus, a zsidók fõembere:

2 Ez jöve Jézushoz éjjel, és monda néki: Mester, tudjuk, hogy Istentõl jöttél tanítóul; mert senki sem teheti e jeleket, a melyeket te teszel, hanem ha az Isten van vele.

3 Felele Jézus és monda néki: Bizony, bizony mondom néked: ha valaki újonnan nem születik, nem láthatja az Isten országát.

4 Monda néki Nikodémus: Mimódon születhetik az ember, ha vén? Vajjon bemehet-é az õ anyjának méhébe másodszor, és születhetik-é?

5 Felele Jézus: Bizony, bizony mondom néked: Ha valaki nem születik víztõl és Lélektõl, nem mehet be az Isten országába.

6 A mi testtõl született, test az; és a mi Lélektõl született, lélek az.

7 Ne csodáld, hogy azt mondám néked: Szükség néktek újonnan születnetek.

8 A szél fú, a hová akar, és annak zúgását hallod, de nem tudod honnan jõ és hová megy: így van mindenki, a ki Lélektõl született.

9 Felele Nikodémus és monda néki: Mimódon lehetnek ezek?

10 Felele Jézus és monda néki: Te Izráel tanítója vagy, és nem tudod ezeket?

11 Bizony, bizony mondom néked, a mit tudunk, azt mondjuk, és a mit látunk, arról teszünk bizonyságot; és a mi bizonyságtételünket el nem fogadjátok.

12 Ha a földiekrõl szóltam néktek és nem hisztek, mimódon hisztek, ha a mennyeiekrõl szólok néktek?

13 És senki sem ment fel a mennybe, hanemha az, a ki a mennybõl szállott alá, az embernek Fia, a ki a mennyben van.

14 És a miképen felemelte Mózes a kígyót a pusztában, akképen kell az ember Fiának felemeltetnie.

15 Hogy valaki hiszen õ benne, el ne veszszen, hanem örök élete legyen.

16 Mert úgy szerette Isten e világot, hogy az õ egyszülött Fiát adta, hogy valaki hiszen õ benne, el ne vesszen, hanem örök élete legyen.

17 Mert nem azért küldte az Isten az õ Fiát a világra, hogy kárhoztassa a világot, hanem hogy megtartassék a világ általa.

18 A ki hiszen õ benne, el nem kárhozik; a ki pedig nem hisz, immár elkárhozott, mivelhogy nem hitt az Isten egyszülött Fiának nevében.

19 Ez pedig a kárhoztatás, hogy a világosság e világra jött, és az emberek inkább szerették a sötétséget, mint a világosságot; mert az õ cselekedeteik gonoszak valának.

20 Mert minden, a ki hamisan cselekszik, gyûlöli a világosságot és nem megy a világosságra, hogy az õ cselekedetei fel ne fedessenek;

21 A ki pedig az igazságot cselekszi, az a világosságra megy, hogy az õ cselekedetei nyilvánvalókká legyenek, hogy Isten szerint való cselekedetek.

22 Ezután elméne Jézus az õ tanítványaival a Júdea földére; és ott idõzék velök, és keresztele.

23 János pedig szintén keresztel vala Énonban, Sálemhez közel, mert ott sok volt a víz. És oda járulának és megkeresztelkedének.

24 Mert János még nem vetteték a tömlöczbe.

25 Vetekedés támada azért a János tanítványai és a judeaiak között a mosakodás felõl.

26 És menének Jánoshoz és mondának néki: Mester! A ki veled vala a Jordánon túl, a kirõl te bizonyságot tettél, ímé az keresztel, és hozzá megy mindenki.

27 Felele János és monda: Az ember semmit sem vehet, hanem ha a mennybõl adatott néki.

28 Ti magatok vagytok a bizonyságaim, hogy megmondtam: Nem vagyok én a Krisztus, hanem hogy õ elõtte küldettem el.

29 A kinek jegyese van, võlegény az; a võlegény barátja pedig, a ki ott áll és hallja õt, örvendezve örül a võlegény szavának. Ez az én örömem immár betelt.

30 Annak növekednie kell, nékem pedig alább szállanom.

31 A ki felülrõl jött, feljebb való mindenkinél. A ki a földrõl való, földi az és földieket szól; a ki a mennybõl jött, feljebb való mindenkinél.

32 És arról tesz bizonyságot, a mit látott és hallott; és az õ bizonyságtételét senki sem fogadja be.

33 A ki az õ bizonyságtételét befogadja, az megpecsételte, hogy az Isten igaz.

34 Mert a kit az Isten küldött, az Isten beszédeit szólja; mivelhogy az Isten nem mérték szerint adja a Lelket.

35 Az Atya szereti a Fiút, és az õ kezébe adott mindent.

36 A ki hisz a Fiúban, örök élete van; a ki pedig nem enged a Fiúnak, nem lát életet, hanem az Isten haragja marad rajta.