1 Ezequias começou a reinar quando tinha vinte e cinco anos de idade, e reinou vinte e nove anos em Jerusalém. Sua mãe chamava-se Abia, filha de Zacarias.
2 Ele fez o que era reto aos olhos de Jeová, conforme tudo o que tinha feito Davi, seu pai.
3 No primeiro ano do seu reinado, no primeiro mês, abriu as portas da casa de Jeová, e as reparou.
4 Fez vir os sacerdotes e os levitas, e ajuntou-os na praça do oriente,
5 e disse-lhes: Ouvi-me levitas; santificai-vos agora, e santificai a casa de Jeová, Deus de vossos pais, e tirai do santo lugar toda a imundícia.
6 Pois nossos pais transgrediram e fizeram o mal, à vista de Jeová nosso Deus, e, deixando-o, apartaram os seus rostos da habitação de Jeová, e lhe deram as costas.
7 Também fecharam as portas do pórtico, apagaram as lâmpadas e não queimaram incenso e não ofereceram holocaustos no santo lugar ao Deus de Israel.
8 Pelo que a ira de Jeová veio sobre Judá e sobre Jerusalém, entregando-os para servirem de terror, admiração e vaias, como vós o estais vendo com os vossos olhos.
9 Eis que nossos pais caíram à espada, e por isso nossas filhas e nossas mulheres estão em cativeiro.
10 Agora estou resolvido a fazer uma aliança com Jeová, Deus de Israel, para que se desvie de nós o furor da sua ira.
11 Filhos meus, não sejais negligentes, porque Jeová vos escolheu para estardes diante dele a fim de o servir, e para lhe serdes ministros e queimardes incenso.
12 Então se levantaram os levitas: Maate, filho de Amasai, e Joel, filho de Azarias, dos filhos dos coatitas; e dos filhos de Merari: Quis, filho de Abdi, e Azarias, filho de Jealelel; e dos gersonitas: Joá, filho de Zima, e Éden, filho de Joá;
13 e dos filhos de Elisafã: Sinri e Jeuel; e dos filhos de Asafe: Zacarias e Matanias;
14 e dos de Hemã: Jeuel e Simei; e dos filhos de Jedutum: Semaías e Uziel.
15 Congregaram a seus irmãos, e santificaram-se e entraram segundo a ordem que o rei deu pelas palavras de Jeová, para purificarem a casa de Jeová.
16 Os sacerdotes entraram na parte anterior da casa de Jeová para a purificarem, e tiraram fora, para o átrio da casa de Jeová, toda a imundícia que acharam no templo de Jeová. Os levitas tomaram-na para a levarem fora à torrente de Cedrom.
17 Ora começaram esta santificação no primeiro dia do primeiro mês, e ao oitavo dia do mês chegaram ao pórtico de Jeová, e em oito dias santificaram a casa de Jeová. No décimo sexto dia do mês acabaram.
18 Então foram ter com o rei Ezequias dentro do palácio, e lhe disseram: Acabamos de purificar toda a casa de Jeová, e o altar do holocausto, juntamente com todos os seus vasos, e a mesa dos pães da proposição com todos os seus vasos.
19 Também todos os vasos que o rei Acaz no seu reinado lançou fora quando transgrediu, temo-los preparado e santificado; e eis que estão diante do altar de Jeová.
20 O rei Ezequias levantou-se cedo, ajuntou os príncipes da cidade, e subiu à casa de Jeová.
21 Trouxeram sete novilhos, sete carneiros, sete cordeiros e sete bodes como oferta pelo pecado a favor do reino, do santuário e de Judá. Ordenou aos sacerdotes, filhos de Aarão, que os oferecessem sobre o altar de Jeová.
22 Mortos os novilhos, os sacerdotes tomaram o sangue, e o aspergiram sobre o altar; mataram os carneiros e aspergiram o sangue sobre o altar e mataram os cordeiros e aspergiram o sangue sobre o altar.
23 Trouxeram diante do rei e da congregação os bodes como oferta pelo pecado; e impuseram-lhes as mãos;
24 os sacerdotes os mataram, e com o sangue fizeram uma oferta pelo pecado sobre o altar, para expiação de todo o Israel. Porque o rei ordenou que se fizesse o holocausto e a oferta pelo pecado por todo o Israel.
25 Também estabeleceu os levitas na casa de Jeová, com címbalos, alaúdes e harpas segundo o mandamento do rei Davi, de Gade, vidente do rei, e do profeta Natã, pois o mandamento veio da parte de Jeová por meio dos seus profetas.
26 Os levitas puseram-se em pé, tendo eles os instrumentos de Davi, e os sacerdotes as trombetas.
27 Ezequias ordenou que se oferecesse o holocausto sobre o altar. Quando começou o holocausto, começou também o cântico de Jeová, ao som das trombetas e dos instrumentos de Davi, rei de Israel.
28 Toda a congregação adorava, e os cantores cantavam, e as trombetas soavam; tudo isso continuou até se acabar o holocausto.
29 Tendo eles acabado de fazer a oferta, o rei, e todos os que estavam com ele, prostraram-se e adoraram.
30 Além disso Ezequias, o rei, e os príncipes ordenaram aos levitas que cantassem louvores a Jeová nas palavras de Davi, e do vidente Asafe. Eles cantaram louvores com alegria, e se prostraram e adoraram.
31 Então Ezequias respondeu e disse: Agora que estais consagrados a Jeová; aproximai-vos e trazei sacrifícios e ofertas em ação de graças à casa de Jeová. A congregação trouxe sacrifícios e ofertas em ação de graças; e todos os que estavam de boa vontade, trouxeram holocaustos.
32 O número dos holocaustos que a congregação trouxe, foi este: setenta novilhos, cem carneiros, e duzentos cordeiros, todos oferecidos em holocaustos a Jeová.
33 As coisas consagradas foram seiscentos bois e três mil ovelhas.
34 Os sacerdotes, porém, eram demasiado poucos, de sorte que não podiam esfolar todos os holocaustos. Os levitas, seus irmãos, ajudaram-nos até se acabar a obra, e até terem santificado os sacerdotes, porque estavam mais bem dispostos a se santificarem do que os sacerdotes.
35 Além disso os holocaustos eram abundantes, juntamente com a gordura das ofertas pacíficas, e com as ofertas de libação para cada holocausto. Assim se estabeleceu o serviço da casa de Jeová.
36 Regozijou-se Ezequias, e todo o povo, por causa daquilo que Deus tinha preparado para o povo. Isso se fez de improviso.
1 Ο Εζεκιας εβασιλευσεν ηλικιας εικοσιπεντε ετων, και εβασιλευσεν εικοσιεννεα ετη εν Ιερουσαλημ· το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αβια, θυγατηρ του Ζαχαριου.
2 Και επραξε το ευθες ενωπιον Κυριου, κατα παντα οσα επραξε Δαβιδ ο πατηρ αυτου.
3 Ουτος εν τω πρωτω ετει της βασιλειας αυτου, τον πρωτον μηνα, ηνοιξε τας θυρας του οικου του Κυριου και επεσκευασεν αυτας.
4 Και εισηγαγε τους ιερεις και τους Λευιτας, και συνηγαγεν αυτους εις την ανατολικην πλατειαν,
5 και ειπε προς αυτους, Ακουσατε μου, Λευιται· Αγιασθητε τωρα, και αγιασατε τον ναον Κυριου του Θεου των πατερων σας και εκβαλετε την ακαθαρσιαν εκ του αγιου τοπου.
6 Διοτι οι πατερες ημων παρηνομησαν και επραξαν πονηρα ενωπιον Κυριου του Θεου ημων και εγκατελιπον αυτον, και απεστρεψαν τα προσωπα αυτων απο του κατοικητηριου του Κυριου και εστρεψαν τα νωτα·
7 και εκλεισαν τας θυρας του προναου και εσβεσαν τους λυχνους και θυμιαμα δεν εθυμιαζον και ολοκαυτωματα δεν προσεφερον εις τον Θεον του Ισραηλ εν τω αγιω τοπω.
8 Δια τουτο η οργη του Κυριου ηλθεν επι τον Ιουδαν και την Ιερουσαλημ, και παρεδωκεν αυτους εις διασποραν, εις εκστασιν και εις συριγμον, καθως βλεπετε με τους οφθαλμους σας.
9 Διοτι ιδου, οι πατερες ημων επεσον δια μαχαιρας· και οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων και αι γυναικες ημων ειναι δια τουτο εις αιχμαλωσιαν.
10 Τωρα λοιπον εχω εν τη καρδια μου να καμω διαθηκην προς τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, δια να αποστρεψη την οργην του θυμου αυτου αφ' ημων.
11 Τεκνα μου, μη πλανασθε τωρα· διοτι ο Κυριος σας εξελεξε δια να παριστασθε ενωπιον αυτου, να υπηρετητε αυτον και να ησθε λειτουργοι αυτου και να θυμιαζητε.
12 Τοτε εσηκωθησαν οι Λευιται, Μααθ ο υιος του Αμασαι και Ιωηλ ο υιος του Αζαριου, εκ των υιων των Κααθιτων· εκ δε των υιων του Μεραρι, Κεις ο υιος του Αβδι και Αζαριας ο υιος του Ιαλελεηλ· και εκ των Γηρσωνιτων, Ιωαχ ο υιος του Ζιμμα και Εδεν ο υιος του Ιωαχ·
13 και εκ των υιων του Ελισαφαν, Σιμρι και Ιειηλ· και εκ των υιων του Ασαφ, Ζαχαριας και Ματθανιας·
14 και εκ των υιων του Αιμαν, Ιεχιηλ και Σιμει· και εκ των υιων του Ιεδουθουν, Σεμαιας και Οζιηλ.
15 Και συνηγαγον τους αδελφους αυτων και ηγιασθησαν και ηλθον, ως προσεταξεν ο βασιλευς δια του λογου του Κυριου, να καθαρισωσι τον οικον του Κυριου.
16 Και εισηλθον οι ιερεις εις το ενδοτερον του οικου του Κυριου, δια να καθαρισωσιν αυτον· και εξεβαλον πασαν την ακαθαρσιαν την ευρεθεισαν εν τω ναω του Κυριου, εν τη αυλη του οικου του Κυριου· οι δε Λευιται λαβοντες, εφεραν εξω εις τον χειμαρρον Κεδρων.
17 Και ηρχισαν να αγιαζωσι τη πρωτη του μηνος του πρωτου, και τη ογδοη ημερα του μηνος εισηλθον εις τον προναον του Κυριου. Και ηγιασαν τον οικον του Κυριου εν οκτω ημεραις, και τη δεκατη εκτη του μηνος του πρωτου ετελειωσαν.
18 Τοτε εισηλθον προς Εζεκιαν τον βασιλεα και ειπον, Εκαθαρισαμεν ολον τον οικον του Κυριου και το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως και παντα τα σκευη αυτου και την τραπεζαν της προθεσεως και παντα τα σκευη αυτης·
19 και παντα τα σκευη, τα οποια εμιανεν ο βασιλευς Αχαζ επι της βασιλειας αυτου, οτε απεστατησεν, ητοιμασαμεν και ηγιασαμεν· και ιδου, ειναι εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου.
20 Τοτε εξηγερθη Εζεκιας ο βασιλευς, και συναγαγων τους αρχοντας της πολεως, ανεβη προς τον οικον του Κυριου.
21 Και εφεραν επτα μοσχους και επτα κριους και επτα αρνια και επτα τραγους δια προσφοραν περι αμαρτιας υπερ της βασιλειας και υπερ του αγιαστηριου και υπερ του Ιουδα. Και ειπε προς τους ιερεις, τους υιους Ααρων, να προσφερωσιν αυτα επι του θυσιαστηριου του Κυριου.
22 Και εσφαξαν τους μοσχους· και παραλαβοντες οι ιερεις το αιμα, ερραντισαν επι το θυσιαστηριον· ομοιως εσφαξαν τους κριους και ερραντισαν το αιμα επι το θυσιαστηριον· και εσφαξαν τα αρνια και ερραντισαν το αιμα επι το θυσιαστηριον.
23 Επειτα προσηγαγον τους τραγους, δια την περι αμαρτιας προσφοραν, εμπροσθεν του βασιλεως και της συναξεως, οι δε επεθεσαν τας χειρας αυτων επ' αυτους·
24 και εσφαξαν αυτους οι ιερεις και ερραντισαν το αιμα αυτων περι αμαρτιας επι το θυσιαστηριον, δια να καμωσιν εξιλεωσιν υπερ παντος του Ισραηλ· διοτι ο βασιλευς προσεταξε το ολοκαυτωμα και την περι αμαρτιας προσφοραν υπερ παντος του Ισραηλ.
25 Και εστησε τους Λευιτας εν τω οικω του Κυριου εν κυμβαλοις, εν ψαλτηριοις και εν κιθαραις, κατα το προσταγμα του Δαβιδ και Γαδ του βλεποντος του βασιλεως και Ναθαν του προφητου· διοτι το προσταγμα ητο παρα Κυριου δια των προφητων αυτου.
26 Και εσταθησαν οι Λευιται με τα οργανα του Δαβιδ και οι ιερεις με τας σαλπιγγας.
27 Και ειπεν ο Εζεκιας να προσφερωσι την ολοκαυτωσιν επι του θυσιαστηριου. Και οτε ηρχισεν η ολοκαυτωσις, ηρχισεν ο υμνος του Κυριου, με τας σαλπιγγας και με τα οργανα τα διωρισμενα παρα του Δαβιδ βασιλεως του Ισραηλ.
28 Και προσεκυνει πασα η συναξις και εψαλλον οι ψαλτωδοι και οι σαλπιγκται εσαλπιζον· ολον τουτο εξηκολουθει εωσου ετελειωσεν η ολοκαυτωσις.
29 Και ως ετελειωσαν προσφεροντες, εκλιναν ο βασιλευς και παντες οι ευρεθεντες μετ' αυτου και προσεκυνησαν.
30 Και ειπε προς τους Λευιτας Εζεκιας ο βασιλευς και οι αρχοντες να υμνωσι τον Κυριον με τους λογους του Δαβιδ και Ασαφ του βλεποντος. Και υμνησαν εν ευφροσυνη και κυψαντες προσεκυνησαν.
31 Τοτε αποκριθεις ο Εζεκιας ειπε, Τωρα εισθε καθιερωμενοι εις τον Κυριον· προσελθετε και προσφερετε θυσιας και ευχαριστηριους προσφορας εν τω οικω του Κυριου. Και προσεφερεν η συναξις θυσιας και ευχαριστηριους προσφορας, και πας προθυμος την καρδιαν, ολοκαυτωματα.
32 Και εγεινεν ο αριθμος των ολοκαυτωματων, τα οποια προσεφερεν η συναξις, εβδομηκοντα μοσχοι, εκατον κριοι, διακοσια αρνια· παντα ταυτα ησαν δια ολοκαυτωσιν προς τον Κυριον.
33 Τα δε αφιερωματα ησαν εξακοσιοι βοες και τρισχιλια προβατα.
34 Οι ιερεις ομως ησαν ολιγοι και δεν ηδυναντο να εκδερωσι παντα τα ολοκαυτωματα· οθεν οι αδελφοι αυτων οι Λευιται εβοηθησαν αυτους, εωσου η εργασια συνετελεσθη και εωσου ηγιασθησαν οι ιερεις· διοτι οι Λευιται εσταθησαν ευθυτεροι την καρδιαν εις το να αγιασθωσι, παρα οι ιερεις.
35 Ετι δε τα ολοκαυτωματα ησαν πολλα, μετα των στεατων των ειρηνικων προσφορων, και μετα των σπονδων δι' εκαστον ολοκαυτωμα. Ουτως αποκατεσταθη η υπηρεσια του οικου του Κυριου.
36 Και ευφρανθη ο Εζεκιας και πας ο λαος, οτι ο Θεος προδιεθεσε τον λαον· επειδη το πραγμα εγεινεν αιφνιδιως.