1 Disse Jeová a Moisés:
2 Fala aos filhos de Israel que retrocedam e se acampem em frente de Pi-Hairote, entre Migdol e o mar, diante de Baal-Zefom; defronte dele assentareis o campo junto ao mar.
3 Faraó dirá dos filhos de Israel: Eles estão embaraçados na terra, o deserto os encerrou.
4 Endurecerei o coração de Faraó, e ele os perseguirá; glorificar-me-ei em Faraó e em todo o seu exército; e os egípcios saberão que eu sou Jeová. Eles assim o fizeram.
5 Foi dito ao rei dos egípcios que o povo havia fugido; mudou-se o coração de Faraó e dos seus servos para com o povo, e disseram: Que é isto que fizemos, permitindo que Israel nos deixasse de servir?
6 Faraó mandou aprontar o seu carro, e tomou consigo o seu povo;
7 também tomou seiscentos carros escolhidos e todos os carros do Egito com capitães sobre todos eles.
8 Jeová endureceu o coração de Faraó, rei do Egito, e este perseguiu os filhos de Israel; pois os filhos de Israel saíram afoitamente.
9 Perseguiam-nos os egípcios, a saber, todos os cavalos e carros de Faraó, e os seus cavaleiros e o seu exército, e alcançaram-nos acampados junto ao mar, perto de Pi-Hairote, defronte de Baal-Zefom.
10 Quando Faraó se chegou perto, levantaram os olhos os filhos de Israel, e eis que os egípcios marchavam atrás deles; os filhos de Israel tiveram muito medo, e clamaram a Jeová.
11 Disseram a Moisés: Foi porque não havia sepulcros no Egito que nos tiraste para morrermos no deserto? por que motivo nos trataste assim, fazendo-nos sair do Egito?
12 Não é isto mesmo o que te dissemos no Egito: Deixa-nos, para que sirvamos aos egípcios? Pois melhor nos fora servir aos egípcios, do que morrermos no deserto.
13 Respondeu Moisés ao povo: Não temais, estai quietos e vede o livramento que Jeová vos há de dar hoje; porque os egípcios que vedes hoje, nunca jamais os tornareis a ver.
14 Jeová pelejará por vós, e vós vos calareis.
15 Disse Jeová a Moisés: Por que clamas a mim? fala aos filhos de Israel que marchem.
16 E tu, levanta a tua vara, estende a mão sobre o mar e divide-o, para que os filhos de Israel caminhem pelo meio do mar em seco.
17 Eis que eu hei de endurecer os corações dos egípcios, e entrarão atrás deles; glorificar-me-ei em Faraó e em todo o seu exército, nos seus carros e nos seus cavaleiros.
18 Os egípcios saberão que eu sou Jeová, quando me tiver glorificado em Faraó, nos seus carros e nos seus cavaleiros.
19 Então o anjo de Deus, que ia adiante do campo de Israel, se retirou e ia atrás deles; a coluna de nuvem retirou-se de diante deles, e pôs-se atrás deles,
20 e veio entre o campo do Egito e o campo de Israel. Havia a nuvem e as trevas, contudo brilhava de noite. Toda a noite não se aproximou um do outro.
21 Então Moisés estendeu a mão sobre o mar. Jeová fez retirar-se o mar por um forte vento oriental toda a noite, e fez do mar terra seca, e as águas foram divididas.
22 Os filhos de Israel entraram no meio do mar em seco; e as águas foram-lhes como um muro à direita e à esquerda.
23 Os egípcios perseguiram e entraram atrás deles no meio do mar, todos os cavalos de Faraó, os seus carros e os seus cavaleiros.
24 Na vigília da manhã olhou Jeová para o exército dos egípcios por entre a coluna de fogo e de nuvem e alvorotou o exército dos egípcios.
25 Tirou-lhes as rodas dos carros, e fe-los andar dificultosamente; de modo que os egípcios disseram: Fujamos de diante de Israel, porque Jeová está pelejando por eles contra os egípcios.
26 Disse Jeová a Moisés: Estende a mão sobre o mar, para que se voltem as águas sobre os egípcios, sobre os seus carros e sobre os seus cavaleiros.
27 Moisés estendeu a mão sobre o mar, e o mar, ao romper da manhã, voltou à sua força; os egípcios fugiram de encontro a ele, e Jeová derribou os egípcios no meio do mar.
28 As águas voltaram a cobrir os carros e os cavaleiros, sim todo o exército de Faraó, que atrás deles entrou no mar; deles não ficou nem sequer um.
29 Porém os filhos de Israel caminhavam a pé enxuto no meio do mar; e as águas foram-lhes como um muro à direita e à esquerda.
30 Assim Jeová salvou a Israel naquele dia da mão dos egípcios; e Israel viu os egípcios mortos na praia do mar.
31 Viu Israel o grande poder que Jeová exercitou contra os egípcios, e o povo temeu a Jeová; creram em Jeová e em seu servo Moisés.
1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
2 Ειπε προς τους υιους Ισραηλ να στρεψωσι και να στρατοπεδευσωσιν απεναντι Πι-αιρωθ μεταξυ Μιγδωλ και της θαλασσης, καταντικρυ Βεελ-σεφων· καταντικρυ τουτου θελετε στρατοπεδευσει πλησιον της θαλασσης·
3 διοτι ο Φαραω θελει ειπει περι των υιων Ισραηλ, Αυτοι πλανωνται εν τη γη· συνεκλεισεν αυτους η ερημος·
4 και εγω θελω σκληρυνει την καρδιαν του Φαραω, ωστε να καταδιωξη οπισω αυτων· και θελω δοξασθη επι τον Φαραω και επι παν το στρατευμα αυτου· και οι Αιγυπτιοι θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος. Και εκαμον ουτω.
5 Ανηγγελθη δε προς τον βασιλεα της Αιγυπτου οτι εφυγεν ο λαος· και η καρδια του Φαραω και των θεραποντων αυτου μετεβληθη κατα του λαου και ειπον, Δια τι εκαμομεν τουτο, ωστε να εξαποστειλωμεν τον Ισραηλ και να μη μας δουλευη πλεον;
6 Εζευξε λοιπον την αμαξαν αυτου και παρελαβε τον λαον αυτου μεθ' εαυτου·
7 ελαβε δε εξακοσιας αμαξας εκλεκτας, και πασας τας αμαξας της Αιγυπτου, και αρχηγους επι παντων.
8 Και εσκληρυνε Κυριος την καρδιαν Φαραω του βασιλεως της Αιγυπτου, και κατεδιωξεν οπισω των υιων Ισραηλ· οι δε υιοι Ισραηλ εξηρχοντο δια χειρος υψηλης.
9 Και κατεδιωξαν οι Αιγυπτιοι οπισω αυτων, παντες οι ιπποι, αι αμαξαι του Φαραω, και οι ιππεις αυτου, και το στρατευμα αυτου· και εφθασαν αυτους εστρατοπεδευμενους πλησιον της θαλασσης απεναντι Πι-αιρωθ, καταντικρυ Βεελ-σεφων.
10 Και οτε επλησιασεν ο Φαραω, οι υιοι Ισραηλ υψωσαν τους οφθαλμους αυτων, και ιδου, οι Αιγυπτιοι ηρχοντο οπισω αυτων· και εφοβηθησαν σφοδρα· και ανεβοησαν οι υιοι Ισραηλ προς τον Κυριον.
11 Και ειπον προς τον Μωυσην, Διοτι δεν ησαν μνηματα εν Αιγυπτω, εξηγαγες ημας δια να αποθανωμεν εν τη ερημω; Δια τι εκαμες εις ημας τουτο και εξηγαγες ημας εξ Αιγυπτου;
12 δεν ειναι ουτος ο λογος τον οποιον σοι ειπομεν εν Αιγυπτω, λεγοντες, Αφες ημας και ας δουλευωμεν τους Αιγυπτιους; διοτι καλητερον ητο εις ημας να δουλευωμεν τους Αιγυπτιους, παρα να αποθανωμεν εν τη ερημω.
13 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον λαον, Μη φοβεισθε· σταθητε και βλεπετε την σωτηριαν του Κυριου, την οποιαν θελει καμει εις εσας σημερον· διοτι τους Αιγυπτιους, τους οποιους ειδετε σημερον, δεν θελετε ιδει αυτους πλεον εις τον αιωνα·
14 ο Κυριος θελει πολεμησει δια σας· σεις δε θελετε μενει ησυχοι.
15 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Τι βοας προς εμε; ειπε προς τους υιους Ισραηλ να κινησωσι·
16 συ δε υψωσον την ραβδον σου και εκτεινον την χειρα σου επι την θαλασσαν και σχισον αυτην, και ας διελθωσιν οι υιοι Ισραηλ δια ξηρας εν μεσω της θαλασσης·
17 και εγω, ιδου, θελω σκληρυνει την καρδιαν των Αιγυπτιων, και θελουσιν εμβη κατοπιν αυτων· και θελω δοξασθη επι τον Φαραω και επι παν το στρατευμα αυτου, επι τας αμαξας αυτου και επι τους ιππεις αυτου·
18 και θελουσι γνωρισει οι Αιγυπτιοι οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν δοξασθω επι τον Φαραω, επι τας αμαξας αυτου και επι τους ιππεις αυτου.
19 Τοτε ο αγγελος του Θεου, ο προπορευομενος του στρατευματος του Ισραηλ, εσηκωθη και ηλθεν οπισω αυτων· και ο στυλος της νεφελης εσηκωθη απ' εμπροσθεν αυτων, και εσταθη οπισθεν αυτων·
20 και ηλθε μεταξυ του στρατευματος των Αιγυπτιων και του στρατευματος του Ισραηλ· και εις εκεινους μεν ητο νεφος σκοτιζον, εις τουτους δε φωτιζον την νυκτα· ωστε το εν δεν επλησιασε το αλλο καθ' ολην την νυκτα.
21 Ο δε Μωυσης εξετεινε την χειρα αυτου επι την θαλασσαν· και εκαμεν ο Κυριος την θαλασσαν να συρθη ολην εκεινην την νυκτα υπο σφοδρου ανατολικου ανεμου και κατεστησε την θαλασσαν ξηραν, και τα υδατα διεχωρισθησαν.
22 Και εισηλθον οι υιοι του Ισραηλ εις το μεσον της θαλασσης κατα το ξηρον, και τα υδατα ησαν εις αυτους τοιχος εκ δεξιων και εξ αριστερων αυτων.
23 Κατεδιωξαν δε οι Αιγυπτιοι και εισηλθον κατοπιν αυτων, παντες οι ιπποι του Φαραω, αι αμαξαι αυτου και οι ιππεις αυτου, εν τω μεσω της θαλασσης.
24 Και εν τη φυλακη τη πρωινη επεβλεψεν ο Κυριος εκ του στυλου του πυρος και της νεφελης επι το στρατευμα των Αιγυπτιων και συνεταραξε το στρατευμα των Αιγυπτιων·
25 και εξεβαλε τους τροχους των αμαξων αυτων, ωστε εσυροντο δυσκολως· και ειπον οι Αιγυπτιοι, Ας φυγωμεν απ' εμπροσθεν του Ισραηλ, διοτι ο Κυριος πολεμει τους Αιγυπτιους υπερ αυτων.
26 Ο δε Κυριος ειπε προς τον Μωυσην, Εκτεινον την χειρα σου επι την θαλασσαν, και ας επαναστρεψωσι τα υδατα επι τους Αιγυπτιους, επι τας αμαξας αυτων και επι τους ιππεις αυτων.
27 Και εξετεινεν ο Μωυσης την χειρα αυτου επι την θαλασσαν· και θαλασσα επανελαβε την ορμην αυτης περι την αυγην· οι δε Αιγυπτιοι φευγοντες απηντησαν αυτην· και κατεστρεψε Κυριος τους Αιγυπτιους εν τω μεσω της θαλασσης·
28 διοτι τα υδατα επαναστρεψαντα εσκεπασαν τας αμαξας και τους ιππεις, παν το στρατευμα του Φαραω, το οποιον ειχεν εμβη κατοπιν αυτων εις την θαλασσαν· δεν εμεινεν εξ αυτων ουδε εις.
29 Οι δε υιοι Ισραηλ επερασαν δια ξηρας εν μεσω της θαλασσης· και τα υδατα ησαν εις αυτους τοιχος εκ δεξιων αυτων και εξ αριστερων αυτων.
30 Και εσωσε Κυριος εν τη ημερα εκεινη τον Ισραηλ εκ χειρος των Αιγυπτιων· και ειδεν ο Ισραηλ τους Αιγυπτιους νεκρους επι το χειλος της θαλασσης.
31 Και ειδεν ο Ισραηλ το μεγα εκεινο εργον, το οποιον εκαμεν ο Κυριος επι τους Αιγυπτιους· και εφοβηθη ο λαος τον Κυριον, και επιστευσεν εις τον Κυριον, και εις τον Μωυσην τον θεραποντα αυτου.