1 Nessa mesma ocasião vieram alguns dar-lhe notícias dos galileus, cujo sangue Pilatos misturara com o dos sacrifícios que eles ofereciam.

2 Disse-lhes Jesus: Cuidais que esses foram maiores pecadores do que todos os outros galileus, por haverem sofrido estas coisas?

3 Não, eu vo-lo digo; mas se não vos arrependerdes, todos perecereis do mesmo modo.

4 Ou cuidais que aqueles dezoito, sobre os quais caiu a torre de Siloé e os matou, foram mais culpados que todos os outros habitantes de Jerusalém?

5 Não, eu vo-lo digo; mas se não vos arrependerdes, todos perecereis semelhantemente.

6 Narrou esta parábola: Um homem tinha uma figueira plantada na sua vinha, e foi buscar fruto nela, e não o achou.

7 Então disse ao viticultor: Há três anos que venho procurar fruto nesta figueira, e não o acho; corta-a, para que está ela ainda ocupando a terra inutilmente?

8 Respondeu-lhe: Senhor, deixa-a por mais este ano, até que eu cave em roda e lhe deite estrume;

9 se der fruto no futuro, bem está; mas se não, cortá-la-ás.

10 Jesus estava ensinando em uma das sinagogas no sábado.

11 Veio ali uma mulher possessa de um espírito que a tinha enferma havia dezoito anos; andava curvada e não podia de modo algum endireitar-se.

12 Jesus, vendo-a, chamou-a e disse-lhe: Mulher, estás livre da tua enfermidade;

13 pôs sobre ela as mãos, e imediatamente ela se endireitou, e glorificava a Deus.

14 O chefe da sinagoga, indignado de ver que Jesus curava no sábado, disse à multidão: Seis dias há em que se deve trabalhar; vinde, pois, nesses dias para serdes curados, e não no sábado.

15 Respondeu-lhe, porém, o Senhor: Hipócritas, não desprende cada um de vós o seu boi ou o seu jumento da manjedoura no sábado para o levar a beber?

16 não devia ser solta desta prisão no sábado esta mulher que é filha de Abraão, e que há dezoito anos Satanás tinha presa?

17 Dizendo ele isto, ficaram envergonhados todos os seus adversários, e se alegrava toda a multidão de todas as coisas gloriosas que por ele eram feitas.

18 Disse, pois: A que é semelhante o reino de Deus, e a que o compararei?

19 É semelhante a um grão de mostarda, que um homem tomou e plantou na sua horta, e que cresceu e fez-se árvore; e as aves do céu pousaram nos seus ramos.

20 Disse-lhes mais: A que compararei o reino de Deus?

21 É semelhante ao fermento, que uma mulher tomou e escondeu em três medidas de farinha, até ficar toda ela levedada.

22 Passava Jesus pelas cidades e aldeias, ensinando e caminhando para Jerusalém.

23 Um homem perguntou-lhe: Senhor, são poucos os que se salvam?

24 Respondeu-lhes: Porfiai em entrar pela porta estreita, porque vos digo que muitos procurarão entrar, e não poderão.

25 Quando o dono da casa se tiver levantado e houver fechado a porta, e vós, do lado de fora, começardes a bater, dizendo: Senhor, abre-nos a porta; e ele vos responder: Não sei donde sois;

26 então começareis a dizer: Nós comemos e bebemos na tua presença, e tu ensinaste nas nossas ruas.

27 Ele vos dirá: Não sei donde sois; retirai-vos de mim todos vós os que praticais a iniqüidade.

28 Ali haverá o choro e o ranger de dentes, quando virdes no reino de Deus Abraão, Isaque, Jacó e todos os profetas, e vós excluídos dele.

29 Muitos virão do oriente e do ocidente, do norte e do sul, e hão de sentar-se à mesa no reino de Deus.

30 Últimos há que serão primeiros, e primeiros que serão últimos.

31 Naquela mesma hora alguns fariseus vieram dizer-lhe: Retira-te e vai-te daqui, porque Herodes quer tirar-te a vida.

32 Respondeu-lhes Jesus: Ide dizer a esse raposo que hoje e amanhã expulso os demônios e faço curas, e no terceiro dia serei consumado.

33 Importa, contudo, caminhar hoje, amanhã e depois de amanhã, porque não convém que um profeta pereça fora de Jerusalém.

34 Jerusalém, Jerusalém! que matas os profetas e apedrejas os que te são enviados! quantas vezes quis eu ajuntar teus filhos como uma galinha ajunta os do seu ninho debaixo das asas, e vós não o quisestes!

35 Eis aí vos é deixada a vossa casa. Declaro-vos que não me vereis, até que venha o dia em que digais: Bendito aquele que vem em nome do Senhor!

1 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ηλθον τινες, απαγγελλοντες προς αυτον περι των Γαλιλαιων, των οποιων το αιμα ο Πιλατος εμιξε με τας θυσιας αυτων.

2 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Νομιζετε οτι οι Γαλιλαιοι ουτοι ησαν αμαρτωλοι υπερ παντας τους Γαλιλαιους, διοτι επαθον τοιαυτα;

3 Ουχι, σας λεγω, αλλ' εαν δεν μετανοητε, παντες ομοιως θελετε απολεσθη.

4 Η εκεινοι οι δεκαοκτω, επι τους οποιους επεσεν ο πυργος εν τω Σιλωαμ και εθανατωσεν αυτους, νομιζετε οτι ουτοι ησαν αμαρτωλοι υπερ παντας τους ανθρωπους τους κατοικουντας εν Ιερουσαλημ;

5 Ουχι, σας λεγω, αλλ' εαν δεν μετανοητε, παντες ομοιως θελετε απολεσθη.

6 Ελεγε δε ταυτην την παραβολην· Ειχε τις συκην πεφυτευμενην εν τω αμπελωνι αυτου, και ηλθε ζητων καρπον εν αυτη και δεν ευρε.

7 Και ειπε προς τον αμπελουργον· Ιδου, τρια ετη ερχομαι ζητων καρπον εν τη συκη ταυτη και δεν ευρισκω· εκκοψον αυτην· δια τι καταργει και την γην;

8 Ο δε αποκριθεις λεγει προς αυτον· Κυριε, αφες αυτην και τουτο το ετος, εως οτου σκαψω περι αυτην και βαλω κοπριαν·

9 και εαν μεν καμη καρπον, καλως· ει δε μη, θελεις εκκοψει αυτην μετα ταυτα.

10 Εδιδασκε δε εν μια των συναγωγων το σαββατον.

11 Και ιδου, γυνη τις ειχε πνευμα ασθενειας δεκαοκτω ετη και ητο συγκυπτουσα και δεν ηδυνατο παντελως να ανακυψη.

12 Ιδων δε αυτην ο Ιησους, εφωναξε και ειπε προς αυτην· Γυναι, ηλευθερωμενη εισαι απο της ασθενειας σου·

13 και εθεσεν επ' αυτην τας χειρας· και παρευθυς ανωρθωθη και εδοξαζε τον Θεον.

14 Αποκριθεις δε ο αρχισυναγωγος, αγανακτων οτι εις το σαββατον εθεραπευσεν ο Ιησους, ελεγε προς τον οχλον· Εξ ημεραι ειναι, εις τας οποιας πρεπει να εργαζησθε· εν ταυταις λοιπον ερχομενοι θεραπευεσθε, και μη τη ημερα του σαββατου.

15 Απεκριθη λοιπον προς αυτον ο Κυριος και ειπεν· Υποκριτα, δεν λυει εκαστος υμων εν τω σαββατω τον βουν αυτου η τον ονον απο της φατνης και φερων ποτιζει;

16 αυτη δε, ουσα θυγατηρ του Αβρααμ, την οποιαν ο Σατανας εδεσεν, ιδου, δεκαοκτω ετη, δεν επρεπε να λυθη απο του δεσμου τουτου τη ημερα του σαββατου;

17 Και ενω, αυτος ελεγε ταυτα, κατησχυνοντο παντες οι εναντιοι αυτου, και πας ο οχλος εχαιρε δι' ολα τα ενδοξα εργα τα γινομενα υπ' αυτου.

18 Ελεγε δε· Με τι ειναι ομοια η βασιλεια του Θεου, και με τι να ομοιωσω αυτην;

19 Ειναι ομοια με κοκκον σιναπεως, τον οποιον λαβων ανθρωπος ερριψεν εις τον κηπον αυτου· και ηυξησε και εγεινε δενδρον μεγα, και τα πετεινα του ουρανου κατεσκηνωσαν εν τοις κλαδοις αυτου.

20 Και παλιν ειπε· Με τι να ομοιωσω την βασιλειαν του Θεου;

21 Ειναι ομοια με προζυμιον, το οποιον λαβουσα γυνη ενεκρυψεν εις τρια μετρα αλευρου, εωσου ανεβη ολον το φυραμα.

22 Και διηρχετο τας πολεις και κωμας διδασκων και οδοιπορων εις Ιερουσαλημ.

23 Ειπε δε τις προς αυτον· Κυριε, ολιγοι αρα ειναι οι σωζομενοι; Ο δε ειπε προς αυτους·

24 Αγωνιζεσθε να εισελθητε δια της στενης πυλης· διοτι πολλοι, σας λεγω, θελουσι ζητησει να εισελθωσι και δεν θελουσι δυνηθη.

25 Αφου σηκωθη ο οικοδεσποτης και αποκλειση την θυραν, και αρχισητε να στεκησθε εξω και να κρουητε την θυραν, λεγοντες· Κυριε, Κυριε, ανοιξον εις ημας· και εκεινος αποκριθεις σας ειπη, δεν σας εξευρω ποθεν εισθε·

26 τοτε θελετε αρχισει να λεγητε· Εφαγομεν εμπροσθεν σου και επιομεν, και εν ταις πλατειαις ημων εδιδαξας.

27 Και θελει ειπει· Σας λεγω, δεν σας εξευρω ποθεν εισθε· φυγετε απ' εμου παντες οι εργαται της αδικιας.

28 Εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων, οταν ιδητε τον Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ και παντας τους προφητας εν τη βασιλεια του Θεου, εαυτους δε εκβαλλομενους εξω.

29 Και θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και απο βορρα και νοτου και θελουσι καθησει εν τη βασιλεια του Θεου.

30 Και ιδου, ειναι εσχατοι, οιτινες θελουσιν εισθαι πρωτοι, και ειναι πρωτοι, οιτινες θελουσιν εισθαι εσχατοι.

31 Κατ' εκεινην την ημεραν προσηλθον τινες Φαρισαιοι, λεγοντες προς αυτον· Εξελθε και αναχωρησον εντευθεν, διοτι ο Ηρωδης θελει να σε θανατωση.

32 Και ειπε προς αυτους· Υπαγετε και ειπατε προς την αλωπεκα ταυτην· Ιδου, εκβαλλω δαιμονια και καμνω θεραπειας σημερον και αυριον, και την τριτην ημεραν τελειουμαι.

33 Πλην πρεπει εγω σημερον και αυριον και την εφεξης ημεραν να υπαγω· διοτι δεν ειναι δυνατον προφητης να απολεσθη εξω της Ιερουσαλημ.

34 Ιερουσαλημ, Ιερουσαλημ, η φονευουσα τους προφητας και λιθοβολουσα τους απεσταλμενους προς αυτην, ποσακις ηθελησα να συναξω τα τεκνα σου καθ' ον τροπον η ορνις τα ορνιθια εαυτης υπο τας πτερυγας, και δεν ηθελησατε.

35 Ιδου, σας αφινεται ο οικος σας ερημος· αληθως δε σας λεγω οτι δεν θελετε με ιδει, εωσου ελθη ο καιρος οτε θελετε ειπει· Ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου.