1 Como cobre de nuvens o Senhor na sua ira a filha de Sião! Derribou do céu à terra a glória de Israel, E no dia da sua ira não se lembrou do escabelo dos seus pés.

2 O Senhor tragou todas as habitações de Jacó, e não mostrou piedade; No seu furor derribou as fortalezas da filha de Judá, lançando-as por terra; Tratou como profanos o reino e os seus príncipes.

3 No furor da sua ira cortou toda a força de Israel; Em face do inimigo retirou para trás a sua destra; E incendiou a Jacó como um fogo chamejante que devora tudo ao redor.

4 Armou o seu arco como inimigo, postou-se como adversário com a sua destra; Matou tudo o que era aprazível aos olhos; Na tenda da filha de Sião derramou o seu furor como fogo.

5 O Senhor tornou-se como inimigo, tragou a Israel; Tragou todos os seus palácios, destruiu as suas fortalezas; E multiplicou na filha de Judá o pranto e a lamentação.

6 Demoliu com violência o seu tabernáculo como se fosse o dum jardim; destruiu o seu lugar de assembléia; O Senhor entregou ao esquecimento em Sião a assembléia solene e o sábado; E na indignação da sua ira desprezou ao rei e ao sacerdote.

7 O Senhor rejeitou o seu altar, abominou o seu santuário, Entregou nas mãos do inimigo os muros dos seus palácios; Deram gritos na casa de Jeová como no dia duma assembléia solene.

8 Jeová resolveu destruir o muro da filha de Sião; Estendeu o cordel, a sua mão não cessou de fazer estragos; Mas fez lamentar o antemural e o muro, os quais juntamente enfraquecem.

9 Sepultadas na terra estão as suas portas, ele destruiu e quebrou os ferrolhos dela; O seu rei e os seus príncipes acham-se entre as nações onde não existe a lei; Os seus profetas não recebem visões da parte de Jeová.

10 Estão sentados no chão os anciãos da filha de Sião, e calados; Lançaram pó ao ar sobre as suas cabeças, vestiram-se de sacos; As virgens de Jerusalém abaixam as suas cabeças até o chão.

11 Os meus olhos enfraquecem à força de chorar, turbadas estão as minhas entranhas, O meu fígado derramou-se pela terra por causa da destruição da filha do meu povo; Porquanto nas ruas da cidade desfalecem os meninos e as crianças de mama.

12 Ao desfalecerem, como feridos, nas ruas da cidade, Ao exalarem as suas almas no regaço de suas mães, Eles lhes perguntam: Onde está o trigo e o vinho?

13 Que testemunho te darei? a que te assemelharei, ó filha de Jerusalém? A que te compararei, para te consolar, ó virgem filha de Sião? Pois grande é como o mar a tua brecha; quem te poderá curar?

14 Os teus profetas viram para ti visões vãs e fátuas; Não manifestaram a tua iniqüidade, para te desviarem do cativeiro; Porém viram para ti profecias vãs e coisas que te levaram ao exílio.

15 Todos os que passam, batem com as mãos sobre ti; Assobiam e meneiam a cabeça sobre a filha de Jerusalém, dizendo: É esta, porventura, a cidade a que chamavam os homens a perfeição da formosura, o gozo da terra toda.

16 Todos os teus inimigos abriram contra ti a sua boca; Assobiam e rangem os dentes; dizem: Temo-la tragado; Certamente este é o dia que esperávamos, temo-lo achado, temo-lo visto.

17 Fez Jeová o que intentou; cumpriu a sua palavra que ordenou nos dias antigos; Derrubou e não mostrou piedade; Fez que o inimigo se alegrasse sobre ti, exaltou o poder dos teus adversários.

18 O coração deles clamou ao Senhor: Ó muro da filha de Sião, derrama lágrimas como uma torrente, de dia e de noite; Não te dês descanso; cessem de chorar as meninas dos teus olhos.

19 Levanta-te, clama de noite, no princípio das vigias; Derrama o teu coração como água diante da face do Senhor; Levanta as tuas mãos a ele pela vida de teus filhinhos, que desfalecem de fome nas esquinas de todas as ruas.

20 Vê, Jeová, e considera, a quem assim tens tratado! Acaso comerão as mulheres o fruto das suas entranhas, as crianças enfaixadas pelas suas próprias mãos? Matar-se-ão no santuário do Senhor o sacerdote e o profeta?

21 Jazem por terra nas ruas o moço e o velho; As minhas virgens e os meus mancebos caem pela espada; Tu os mataste no dia da tua ira; trucidaste, não mostraste piedade.

22 Convocaste, como no dia duma assembléia solene, os meus terrores de todos os lados; Não houve quem escapasse ou ficasse com vida no dia da ira de Jeová; Aos que enfaixei e criei, consumiu-os o meu inimigo.

1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου

2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη· κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα· κατηδαφισεν αυτα· εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.

3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ· εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου· και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.

4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων· εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.

5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ· κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου· ηφανισε τα οχυρωματα αυτου· και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.

6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου· κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου· ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.

7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου· συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης· ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.

8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων· εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος· τα παντα ητονησαν ομου.

9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην· ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης· ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι· νομος δεν υπαρχει· ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.

10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες· ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους· αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.

11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.

12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.

13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα· τις δυναται να σε ιατρευση;

14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου· αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.

15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας· εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;

16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων· εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην· αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν· ευρομεν, ειδομεν.

17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη· εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων· Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον· υψωσε το κερας των εναντιων σου.

18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα· μη δωσης παυσιν εις σεαυτον· ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.

19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι· εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου· υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.

20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;

21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις· αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα· εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.

22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου· εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.