1 Bem sabeis, irmãos, que a nossa ida a vós não foi em vão.

2 Apesar de maltratados e ultrajados em Filipos, como sabeis, ousamos, confiados em nosso Deus, pregar-vos o Evangelho de Deus em meio de muitas lutas.

3 A nossa pregação não provém de erro, nem de intenções fraudulentas, nem de engano.

4 Mas, como Deus nos julgou dignos de nos confiar o Evangelho, falamos, não para agradar aos homens, e sim a Deus, que sonda os nossos corações.

5 Com efeito, nunca usamos de adulação, como sabeis, nem fomos levados por fins interesseiros. Deus é testemunha.

6 Não buscamos glórias humanas, nem de vós nem de outros.

7 Na qualidade de apóstolos de Cristo, poderíamos apresentar-nos como pessoas de autoridade. Todavia, nos fizemos discretos no meio de vós. Como a mãe a acariciar os seus filhinhos,

8 assim, em nossa ternura por vós, desejávamos não só comunicar-vos o Evangelho de Deus, mas até a nossa própria vida, porquanto nos sois muito queridos.

9 Vós vos lembrais, irmãos, dos nossos trabalhos e de nossa fadiga. Trabalhando noite e dia, para não sermos pesados a nenhum de vós, pregamo-vos o Evangelho de Deus.

10 Vós sois testemunhas, e também Deus, de quão santa, justa e irrepreensivelmente nos portamos convosco que crestes.

11 E sabeis que procedemos com cada um de vós como um pai com seus filhos:

12 nós vos temos exortado, estimulado, conjurado a vos comportardes de maneira digna de Deus, que vos chama ao seu Reino e à sua glória.

13 Por isso é que também nós não cessamos de dar graças a Deus, porque recebestes a palavra de Deus, que de nós ouvistes, e a acolhestes, não como palavra de homens, mas como aquilo que realmente é, como palavra de Deus, que age eficazmente em vós, os fiéis.

14 Com efeito, irmãos, vós vos tornastes imitadores das igrejas de Deus que estão na Judéia, das igrejas de Jesus Cristo. Tivestes que sofrer da parte dos vossos compatriotas o mesmo que eles sofreram dos judeus,

15 aqueles judeus que mataram o Senhor Jesus, que nos perseguiram, que não são do agrado de Deus, que são inimigos de todos os homens,

16 visto que nos proíbem pregar aos gentios para que se salvem. E com isto vão enchendo sempre mais a medida dos seus pecados. Mas a ira de Deus acabou por atingi-los.

17 Nós, irmãos, separados de vós por algum tempo - de vista, não de coração -, temos o mais vivo e ardente desejo de vos rever.

18 Pelo que fizemos o possível por ir visitar-vos, ao menos eu, Paulo, em diversas ocasiões. Mas Satanás nos impediu.

19 Pois quem, senão vós, será a nossa esperança, a nossa alegria e a nossa coroa de glória ante nosso Senhor Jesus, no dia de sua vinda?

20 Sim, sois vós a nossa glória e a nossa alegria!

1 Διοτι σεις εξευρετε, αδελφοι, την προς εσας εισοδον ημων, οτι δεν εγεινε ματαια,

2 αλλα και προπαθοντες και υβρισθεντες, καθως εξευρετε, εν Φιλιπποις, ελαβομεν θαρρος εις τον Θεον ημων να λαλησωμεν προς εσας το ευαγγελιον του Θεου με πολυν αγωνα.

3 Διοτι η προτροπη ημων δεν ητο εκ πλανης ουδε εξ ακαθαρσιας ουτε μετα δολου·

4 αλλα καθως εδοκιμασθημεν υπο του Θεου δια να εμπιστευθωμεν το ευαγγελιον, ουτω λαλουμεν, ουχι ως αρεσκοντες εις ανθρωπους, αλλ' εις τον Θεον τον δοκιμαζοντα τας καρδιας ημων.

5 Διοτι ουτε λογον κολακειας μετεχειρισθημεν ποτε, καθως εξευρετε, ουτε προφασιν πλεονεξιας, μαρτυς ο Θεος,

6 ουτε εζητησαμεν δοξαν εξ ανθρωπων, ουτε αφ' υμων ουτε απ' αλλων

7 καιτοι δυναμενοι να διδωμεν βαρος ως αποστολοι του Χριστου, αλλ' εσταθημεν γλυκεις εν τω μεσω υμων, καθως η τροφος περιθαλπει τα εαυτης τεκνα·

8 ουτως εχοντες ενθερμον αγαπην προς εσας, ευχαριστουμεθα να μεταδωσωμεν ουχι μονον το ευαγγελιον του Θεου αλλα και τας ψυχας ημων, επειδη εσταθητε αγαπητοι εις ημας.

9 Διοτι ενθυμεισθε, αδελφοι, τον κοπον ημων και τον μοχθον· επειδη νυκτα και ημεραν εργαζομενοι, δια να μη επιβαρυνωμεν τινα εξ υμων, εκηρυξαμεν εις εσας το ευαγγελιον του Θεου.

10 Σεις εισθε μαρτυρες και ο Θεος οτι οσιως και δικαιως και αμεμπτως εφερθημεν προς εσας τους πιστευοντας,

11 καθως εξευρετε οτι ενα εκαστον υμων, ως πατηρ τα εαυτου τεκνα,

12 σας προετρεπομεν και παρηγορουμεν και διεμαρτυρομεθα, δια να περιπατησητε αξιως του Θεου του προσκαλουντος υμας εις την εαυτου βασιλειαν και δοξαν.

13 Δια τουτο και ημεις ευχαριστουμεν τον Θεον αδιαλειπτως, οτι παραλαβοντες τον λογον του Θεου, τον οποιον ηκουσατε παρ' ημων, εδεχθητε αυτον ουχι ως λογον ανθρωπων, αλλα καθως ειναι αληθως, λογον Θεου, οστις και ενεργειται μεταξυ υμων των πιστευοντων.

14 Διοτι σεις εγεινετε, αδελφοι, μιμηται των εκκλησιων του Θεου, αιτινες ειναι εν τη Ιουδαια εν Χριστω Ιησου, επειδη και σεις επαθετε τα αυτα υπο των ιδιων υμων ομοεθνων, καθως και αυτοι υπο των Ιουδαιων,

15 οιτινες και τον Κυριον Ιησουν εθανατωσαν και τους ιδιους αυτων προφητας, και ημας εξεδιωξαν, και εις τον Θεον δεν αρεσκουσι, και εις παντας τους ανθρωπους ειναι εναντιοι,

16 εμποδιζοντες ημας να λαλησωμεν προς τα εθνη δια να σωθωσι, δια να αναπληρωσωσι τας αμαρτιας εαυτων παντοτε. Εφθασε δε επ' αυτους η οργη μεχρι τελους.

17 Αλλ' ημεις, αδελφοι, ορφανισθεντες αφ' υμων προς ολιγον καιρον, προσωπικως ουχι κατα την καρδιαν, εσπουδασαμεν περισσοτερον μετα πολλης επιθυμιας να ιδωμεν το προσωπον σας.

18 Δια τουτο ηθελησαμεν να ελθωμεν προς εσας, εγω μαλιστα ο Παυλος, και απαξ και δις, και ημποδισεν ημας ο Σατανας.

19 Διοτι τις η ελπις ημων η η χαρα η ο στεφανος της καυχησεως; η ουχι και σεις εμπροσθεν του Κυριου ημων Ιησου Χριστου εν τη παρουσια αυτου;

20 Διοτι σεις εισθε η δοξα ημων και η χαρα.