1 Segundo uma ordem do Senhor, toda a assembléia dos israelitas partiu, por etapas, do deserto de Sin. Acamparam em Rafidim, onde não havia água para o povo beber.

2 E vieram então contender com Moisés: "Dá-nos água para beber" disseram eles. Moisés respondeu-lhes: "Por que procurais contendas comigo? Por que provocais o Senhor?"

3 Entretanto, o povo que ali estava privado de água e devorado pela sede, murmurava contra Moisés: "Por que nos fizeste sair do Egito? Para nos fazer morrer de sede com nossos filhinhos e nossos rebanhos?"

4 Então dirigiu Moisés esta prece ao Senhor: "Que farei a este povo? Mais um pouco e irão apedrejar-me."

5 O Senhor respondeu a Moisés: "Passa adiante do povo, e leva contigo alguns dos anciãos de Israel; toma na mão tua vara, com que feriste o Nilo, e vai.

6 Eis que estarei ali diante de ti, sobre o rochedo do monte Horeb ferirás o rochedo e a água jorrará dele: assim o povo poderá beber." Isso fez Moisés em presença dos anciãos de Israel.

7 Chamaram esse lugar Massá e Meribá, por causa da contenda que os israelitas tiveram com ele, e porque tinham provocado o Senhor, dizendo: "O Senhor está ou não no meio de nós?"

8 Amalec veio atacar Israel em Rafidim.

9 Moisés disse a Josué: "Escolhe-nos homens e vai combater Amalec. Amanhã estarei no alto da colina com a vara de Deus na mão."

10 Josué obedeceu Moisés e foi combater Amalec, enquanto Moisés, Aarão e Hur subiam ao alto da colina.

11 E, quando Moisés tinha a mão levantada, Israel vencia, mas logo que a abaixava, Amalec triunfava.

12 Mas como se fatigassem os braços de Moisés, puseram-lhe uma pedra por baixo e ele assentou-se nela, enquanto Aarão e Hur lhe sustentavam as mãos de cada lado: suas mãos puderam assim conservar-se levantadas até o pôr-do-sol,

13 e Josué derrotou Amalec e seu povo ao fio da espada.

14 O Senhor disse a Moisés: "Escreve isto para lembrar, e dize a Josué que eu apagarei a memória de Amalec de debaixo dos céus".

15 Moisés construiu um altar que chamou de Javé-Nessi.

16 "Já que a mão, disse ele, foi levantada contra o trono do Senhor, o Senhor está em guerra perpétua contra Amalec".

1 Και εσηκωθη πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ εκ της ερημου Σιν, ακολουθουντες τας οδοιπορειας αυτων κατα την προσταγην του Κυριου, και εστρατοπεδευσαν εν Ραφιδειν· οπου δεν ητο υδωρ δια να πιη ο λαος.

2 Και ελοιδορει ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δος εις ημας υδωρ δια να πιωμεν. Και ειπε προς αυτους ο Μωυσης, Δια τι λοιδορειτε κατ' εμου; δια τι πειραζετε τον Κυριον;

3 Και εδιψησεν ο λαος εκει δια υδωρ· και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δια τι τουτο; ανεβιβασας ημας εξ Αιγυπτου, δια να θανατωσης ημας και τα τεκνα ημων και τα κτηνη ημων με την διψαν;

4 Και εβοησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, λεγων, Τι να καμω εις τουτον τον λαον; ολιγον λειπει να με λιθοβολησωσι.

5 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Διαβα εμπροσθεν του λαου, και λαβε μετα σεαυτου εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ· και την ραβδον, σου, με την οποιαν εκτυπησας τον ποταμον, λαβε εν τη χειρι σου και υπαγε·

6 ιδου, εγω θελω σταθη εκει εμπροσθεν σου επι της πετρας εν Χωρηβ, και θελεις κτυπησει την πετραν και θελει εξελθει υδωρ εξ αυτης δια να πιη ο λαος. Και εκαμεν ουτως ο Μωυσης ενωπιον των πρεσβυτερων του Ισραηλ.

7 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου Μασσα, και Μεριβα, δια την λοιδοριαν των υιων Ιαραηλ, και διοτι επειρασαν τον Κυριον, λεγοντες, Ειναι ο Κυριος μεταξυ ημων η ουχι;

8 Τοτε ηλθεν ο Αμαληκ και επολεμησε με τον Ισραηλ εν Ραφιδειν.

9 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ιησουν, Εκλεξον εις ημας ανδρας και εξελθων πολεμησον με τον Αμαληκ· αυριον εγω θελω σταθη επι της κορυφης του βουνου, κρατων εν τη χειρι μου την ραβδον του Θεου.

10 Και εκαμεν ο Ιησους καθως ειπε προς αυτον ο Μωυσης και επολεμησε με τον Αμαληκ· ο δε Μωυσης, ο Ααρων και ο Ωρ ανεβησαν επι την κορυφην του βουνου.

11 Και οποτε ο Μωυσης υψονε την χειρα αυτου, ενικα ο Ισραηλ· οποτε δε κατεβιβαζε την χειρα αυτου, ενικα ο Αμαληκ.

12 Αι χειρες δε του Μωυσεως ησαν βεβαρημεναι· οθεν λαβοντες λιθον, εθεσαν υποκατω αυτου και εκαθισεν επ' αυτου· ο δε Ααρων και ο Ωρ, εις εκ του ενος μερους και εις εκ του αλλου, υπεστηριζον τας χειρας αυτου· και αι χειρες αυτου εμενον εστηριγμεναι μεχρι δυσεως ηλιου.

13 Και κατεστρεψεν ο Ιησους τον Αμαληκ και τον λαον αυτου, εν στοματι μαχαιρας.

14 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Γραψον τουτο εν βιβλιω προς μνημοσυνον, και παραδος εις τα ωτα του Ιησου· οτι θελω εξαλειψει εξαπαντος την μνημην του Αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον.

15 Και ωκοδομησεν εκει ο Μωυσης θυσιαστηριον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεοβα-Νισσι·

16 και ειπεν, Επειδη χειρ υψωθη κατα του θρονου του Κυριου, θελει εισθαι πολεμος του Κυριου προς τον Αμαληκ απο γενεας εις γενεαν.