18 Melquisedeque, rei de Salém e sacerdote do Deus Altíssimo, mandou trazer pão e vinho,
20 Bendito seja o Deus Altíssimo, que entregou os teus inimigos em tuas mãos!" E Abrão deu-lhe o dízimo de tudo.
18 Και ο Μελχισεδεκ βασιλευς Σαλημ εφερεν εξω αρτον και οινον· ητο δε ιερευς του Θεου του Υψιστου.
20 και ευλογητος ο Θεος ο Υψιστος οστις παρεδωκε τους εχθρους σου εις την χειρα σου. Και Αβραμ εδωκεν εις αυτον δεκατον απο παντων.