1 A vós, ó sacerdotes, dou esta ordem:

2 Se não me ouvirdes, se não tomardes a peito a glória de meu nome - diz o Senhor dos exércitos -, lançarei contra vós a maldição, trocarei em maldições as vossas bênçãos; aliás, já o fiz, porque não tomastes a peito {as minhas ordens}.

3 Eis que vou abater vosso braço, espalhar-vos esterco no rosto - o esterco de vossas festas - e sereis lançados fora com ele.

4 Então sabereis que fui eu que vos dei esta ordem para que subsista o meu pacto com Levi - diz o Senhor dos exércitos.

5 A minha aliança com Levi foi um pacto de vida e prosperidade e também de temor, a fim de que ele temesse o meu nome; e ele temeu-me e sempre teve reverência por meu nome;

6 sua boca ensinou a verdade, e não se encontrou perversidade nos seus lábios. Andou comigo na paz e na retidão, e afastou do mal grande número de homens.

7 Porque os lábios do sacerdote guardam a ciência e é de sua boca que se espera a doutrina, pois ele é o mensageiro do Senhor dos exércitos.

8 Mas vós vos desviastes do caminho reto e fostes causa de muitos vacilarem na lei; violastes o pacto de Levi - diz o Senhor dos exércitos.

9 Por isso, eu vos tornei desprezíveis e abjetos aos olhos de todo o povo, porque não guardastes os meus mandamentos e fizestes acepção de pessoas na aplicação da lei.

10 Acaso não é um mesmo o Pai de todos nós? Não foi um mesmo Deus que nos criou? Por que razão somos pérfidos uns para com os outros, violando assim o pacto de nossos pais?

11 Judá cometeu uma infâmia, a abominação foi perpetrada em Israel e Jerusalém; com efeito, Judá profanou o que é consagrado ao Senhor, porquanto amou e desposou a filha de um deus estrangeiro.

12 Que o Senhor extermine das tendas de Jacó todo culpado, o que testemunha e o que responde, e o elimine dentre os que apresentam uma oferta ao Senhor dos exércitos.

13 Eis ainda outra maldade que cometeis: inundais de lágrimas, prantos e gemidos o altar do Senhor, porque o Senhor não dá atenção alguma a vossas ofertas e não se compraz no que lhe apresentais com vossas mãos.

14 E dizeis: Mas por quê?! É porque o Senhor foi testemunha entre ti e a esposa de tua juventude. Foste-lhe infiel, sendo ela a tua companheira e a esposa de tua aliança.

15 Porventura não fez ele um só ser com carne e sopro de vida? E para que pende este ser único, senão para uma posteridade concedida por Deus? Tende, pois, cuidado de vós mesmos, e que ninguém seja infiel à esposa de sua juventude.

16 Quando alguém, por aversão, repudia {a mulher} - diz o Senhor, Deus de Israel -, cobre de injustiça as suas vestes - diz o Senhor dos exércitos. Tende, pois, cuidado de vós mesmos e não sejais infiéis!

17 Vós sois pesados ao Senhor com vossos discursos. E perguntais: O quê? Nós o cansamos? - Sim! Porque dizeis: Aquele que faz o mal é bem visto aos olhos do Senhor, que nele se compraz; ou: Onde está Deus, para julgar?

1 Και τωρα εις εσας γινεται η εντολη αυτη, ιερεις.

2 Εαν δεν ακουσητε και εαν δεν βαλητε τουτο εις την καρδιαν, δια να δωσητε δοξαν εις το ονομα μου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, τοτε θελω εξαποστειλει την καταραν εφ' υμας και θελω επικαταρασθη τας ευλογιας σας· ναι, μαλιστα και κατηρασθην αυτας, διοτι δεν βαλλετε τουτο εις την καρδιαν σας.

3 Ιδου, εγω θελω απορριψει τα σπερματα σας και θελω σκορπισει κοπρον επι τα προσωπα σας, την κοπρον των εορτων σας· και θελει σας σηκωσει μεθ' εαυτης.

4 Και θελετε γνωρισει οτι εγω εξαπεστειλα την εντολην ταυτην προς εσας, δια να ηναι η διαθηκη μου μετα του Λευι, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

5 Η της ζωης και της ειρηνης διαθηκη μου ητο μετ' αυτου· και εδωκα αυτας εις αυτον δια τον φοβον, τον οποιον με εφοβειτο και ευλαβειτο το ονομα μου.

6 Ο νομος της αληθειας ητο εν τω στοματι αυτου και ανομια δεν ευρεθη εν τοις χειλεσιν αυτου· περιεπατησε μετ' εμου εν ειρηνη και ευθυτητι και πολλους επεστρεψεν απο ανομιας.

7 Επειδη τα χειλη του ιερεως θελουσι φυλαττει γνωσιν, και εκ του στοματος αυτου θελουσι ζητησει νομον· διοτι αυτος ειναι αγγελος του Κυριου των δυναμεων.

8 Αλλα σεις εξεκλινατε απο της οδου· εκαμετε πολλους να προσκοπτωσιν εις τον νομον· διεφθειρατε την διαθηκην του Λευι, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

9 Δια τουτο και εγω σας κατεστησα καταφρονητους και εξουδενωμενους εις παντα τον λαον, καθοτι δεν εφυλαξατε τας οδους μου αλλ' ησθε προσωποληπται εις τον νομον.

10 Δεν ειναι εις ο πατηρ παντων ημων; δεν επλασεν ημας εις Θεος; δια τι δολιευομεθα εκαστος κατα του αδελφου αυτου, βεβηλουντες την διαθηκην των πατερων ημων;

11 Ο Ιουδας εφερθη δολιως και επραχθη βδελυγμα εν Ισραηλ και εν Ιερουσαλημ· διοτι εβεβηλωσεν ο Ιουδας το αγιον του Κυριου, το οποιον ηγαπησε, και ενυμφευθη θυγατερα θεου αλλοτριου.

12 Ο Κυριος θελει εξολοθρευσει εκ των σκηνωματων του Ιακωβ τον ανθρωπον τον πραττοντα τουτο, τον σκοπον και τον αποκρινομενον και τον προσφεροντα προσφοραν εις τον Κυριον των δυναμεων.

13 Εκαμετε οτι και τουτο· εκαλυπτετε το θυσιαστηριον του Κυριου με δακρυα, με κλαυθμον και με στεναγμους· οθεν δεν αποβλεπει πλεον εις την προσφοραν και δεν δεχεται αυτην με ευαρεστησιν εκ της χειρος σας.

14 Και λεγετε, Δια τι; Διοτι ο Κυριος εσταθη μαρτυς μεταξυ σου και της γυναικος της νεοτητος σου, προς την οποιαν συ εφερθης δολιως· ενω αυτη ειναι η συζυγος σου και η γυνη της συνθηκης σου.

15 Και δεν εκαμεν ο Θεος ενα; και ομως αυτος ειχεν υπεροχην πνευματος. Και δια τι τον ενα; δια να ζητηση σπερμα θειον. Δια τουτο προσεχετε εις το πνευμα σας, και ας μη φερηται μηδεις απιστως προς την γυναικα της νεοτητος αυτου.

16 Διοτι ο Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, λεγει οτι μισει τον αποβαλλοντα αυτην και τον καλυπτοντα την βιαν με το ενδυμα αυτου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων· δια τουτο προσεχετε εις το πνευμα σας και μη φερεσθε δολιως.

17 Κατεβαρυνατε τον Κυριον με τους λογους σας· και λεγετε, με τι κατεβαρυναμεν αυτον; Με το να λεγητε, πας οστις πραττει κακον ειναι ευαρεστος ενωπιον του Κυριου, και αυτος ευδοκει εις αυτους. Που ειναι ο Θεος της κρισεως;