1 Contra Moab. - Eis o que diz o Senhor dos exércitos, Deus de Israel: Ai de Nebo, porque chegou a sua ruína! Cariataim, tomada de assalto, cobriu-se de vergonha; a praça forte ficou em tumulto e desvairada.

2 Findou-se a glória de Moab! Em Hesebon conspira-se contra ela: Vamos riscar esse povo do número das nações! E tu também, Madmen, serás reduzida ao silêncio, porque a espada te persegue.

3 Gritos elevam-se de Oronaim: Devastação! Catástrofe!

4 Moab foi abatido; gritam seus filhinhos.

5 Pela encosta de Luit chora-se; sobe-se em prantos, e pela descida de Oronaim ouvem-se clamores de angústia.

6 Fugi! Salvai-vos! Sede qual zimbro no deserto!

7 Porque puseste a confiança nos teus ídolos e nos teus tesouros, tu também serás tomada. E será levado para o exílio Camos com seus sacerdotes e chefes!

8 Em todas as cidades penetrará o devastador; nenhuma será poupada. Será destruído o vale, e o planalto devastado, como disse o Senhor.

9 Dai asas a Moab para que tome vôo, porque suas cidades transformar-se-ão em deserto.

10 Maldito aquele que faz com negligência a obra do Senhor! Maldito o que recusa o sangue à sua espada!

11 Desde a juventude, Moab vivia em paz, repousando sobre a borra, sem ser transvasada, nem exilada. Assim o sabor lhe ficou, e intato o aroma.

12 Dias, porém, virão - oráculo do Senhor -, em que lhe enviarei transvasadores que o trasfegarão, esvaziando os tonéis e quebrando os odres.

13 E Moab envergonhar-se-á de Camos, como Israel envergonhou-se de Betel que constituía sua esperança.

14 Como podeis dizer: Somos bravos, valentes guerreiros?

15 Moab está devastado; escalaram suas cidades. A flor de sua mocidade desce para a matança - oráculo do rei, cujo nome é Senhor dos exércitos.

16 A ruína de Moab é iminente, aproxima-se-lhe a largos passos a desgraça.

17 Chorai-a vós, seus vizinhos, e dizei vós, que lhe conheceis o nome: Como se partiu esse cetro poderoso, esse cetro cheio de glórias?

18 Desce de tua glória, assenta-te no solo ressecado, filha de Dibon, que moras {neste lugar}, porque o devastador de Moab sobe contra ti, para destruir tuas muralhas.

19 Detém-te no caminho e espreita, habitante de Aroer; interroga o que foge e o que escapa, perguntando-lhes: O que aconteceu?

20 Moab em ruínas cobre-se de vergonha: gritai, gemei! Anuncia ao norte de Arnon que Moab foi destruído.

21 Foi o julgamento executado sobre a terra da planície, sobre Helon, Jasa, Mefaat,

22 Dibon, Nebo e Bet-Deblataim;

23 sobre Cariataim, Bet-Gamul, Bet-Maon,

24 Cariot e Bosra, e sobre todas as cidades, próximas ou distantes da terra de Moab.

25 Foi abatido o poderio de Moab, partiu-se-lhe o braço - oráculo do Senhor.

26 Embriagai Moab, porque desafiou o Senhor. Debater-se-á no próprio vômito. E por sua vez tornar-se-á objeto de zombaria.

27 Não era Israel alvo de teu escárnio? Foi ele surpreendido entre ladrões, para que, ao falar dele, sempre abanasses a cabeça?

28 Abandonai as cidades para habitar os rochedos, habitantes de Moab, assim como faz a pomba que coloca o ninho na borda dos precipícios.

29 Conhecemos o orgulho do soberbo Moab, sua altivez, sua jactância, seu orgulho e arrogância de coração.

30 Conheço-lhe a presunção - oráculo do Senhor -, a jactância e a vaidade.

31 Eis por que gemerei sobre Moab inteiro, e sobre ele lançarei gritos; choro o povo de Quir-Heres.

32 Mais que sobre Jazer, choro sobre ti, vinha de Sabama; tuas vides se alongavam até o mar, atingindo o mar de Jazer; sobre tuas searas de vindimas lançou-se o devastador.

33 Afastaram-se a alegria e o regozijo dos vergéis da terra de Moab; fiz com que secasse o vinho nos lagares; já não se amassam as uvas entre gritos de alegria, nem a canção é a mesma canção.

34 O clamor de Hesebom sobe até Eleale, e a voz se estende até Jasa, e de Segor até Oronaim e Eglat-Selesia, porque as próprias águas de Ninrim secaram.

35 Farei desaparecer de Moab - oráculo do Senhor -, aqueles que sobem aos lugares altos para incensar seus deuses.

36 Por isso, meu coração por Moab geme, como geme a flauta; meu coração pelo povo de Quir-Heres geme, como geme a flauta. Eis a razão pela qual todo o proveito obtido se perdeu.

37 Todas as cabeças foram rapadas, e cortadas as barbas. Foram golpeadas as mãos, e os rins cobertos de sacos.

38 Sobre os tetos de Moab e em suas praças, só lamentos se ouvirão, porque despedacei Moab, qual vaso inútil - oráculo do Senhor.

39 Tudo é ruína! Gemei! Quão vergonhoso é para Moab baixar assim a cerviz! Tornou-se Moab objeto de escarmento, e de pavor para todos os vizinhos!

40 Porquanto, assim diz o Senhor: o inimigo, como águia, toma vôo, estendendo as asas sobre Moab;

41 tomam-se-lhe as cidades, arrebatam-se-lhe as fortificações, e o coração dos guerreiros de Moab será naquele dia semelhante ao coração da mulher em parto.

42 Moab foi riscado do número dos povos, porque desafiou o Senhor.

43 O terror, o fosso e o laço acercam-se de ti, ó moabita - oráculo do Senhor.

44 Quem fugir do terror cairá no fosso, e o que escapar do fosso será apanhado no laço! Porque trarei sobre ele, sobre Moab, o ano do seu castigo - oráculo do Senhor.

45 À sombra de Hesebon detiveram-se, extenuados, os fugitivos; de Hesebon, porém, jorrou um fogo, uma chama do meio do Seon, que devora os flancos de Moab e as cabeças dos filhos do tumulto.

46 Desgraçado de ti, Moab! Chegou teu fim, povo de Camos! São arrastados teus filhos ao cativeiro, e tuas filhas, aprisionadas.

47 Com o andar do tempo, porém - oráculo do Senhor -, mudarei a sorte de Moab. {Fim do julgamento acerca de Moab.}

1 Κατα του Μωαβ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ουαι εις την Νεβω· διοτι απωλεσθη· η Κιριαθαιμ κατησχυνθη, εκυριευθη· η Μισγαβ κατησχυνθη και ετρομαξε.

2 δεν θελει εισθαι πλεον καυχημα εις τον Μωαβ· εν Εσεβων κακον εβουλευθησαν εναντιον αυτης· Ελθετε και ας εξαλειψωμεν αυτην απο του να ηναι εθνος· και συ, Μαδμεν, θελεις κατεδαφισθη· μαχαιρα θελει σε καταδιωξει.

3 Φωνη κραυγης απο Οροναιμ, λεηλασια και συντριμμα μεγα.

4 Ο Μωαβ συνετριβη· τα παιδια αυτου εξεπεμψαν κραυγην.

5 Διοτι εις την αναβασιν της Λουειθ θελει υψωθη κλαυθμος επι κλαυθμον, επειδη εις την καταβασιν του Οροναιμ ηκουσαν οι εχθροι κραυγην συντριμματος.

6 Φυγετε, σωσατε την ζωην σας, και γενεσθε ως αγριομυρικη εν τη ερημω.

7 Διοτι, επειδη ηλπισας επι τα οχυρωματα σου και επι τους θησαυρους σου, και συ αυτος θελεις πιασθη· και ο Χεμως θελει εξελθει εις αιχμαλωσιαν, οι ιερεις αυτου και οι αρχοντες αυτου ομου.

8 Και θελει ελθει επι πασαν πολιν ο εξολοθρευτης, και πολις δεν θελει εκφυγει· η κοιλας οτι θελει απολεσθη και η πεδινη θελει αφανισθη, καθως ειπε Κυριος.

9 Δοτε πτερυγας εις τον Μωαβ, δια να πεταξη και να εκφυγη· διοτι αι πολεις αυτου θελουσιν ερημωθη, χωρις να υπαρχη ο κατοικων εν αυταις.

10 Επικαταρατος ο ποιων το εργον του Κυριου αμελως· και επικαταρατος ο αποσυρων την μαχαιραν αυτου απο αιματος.

11 Ο Μωαβ εσταθη αταραχος εκ νεοτητος αυτου και ανεπαυετο επι την τρυγιαν αυτου και δεν εξεκενωθη απο αγγειον εις αγγειον ουδε υπηγεν εις αιχμαλωσιαν· δια τουτο η γευσις αυτου εμεινεν εις αυτον, και η οσμη αυτου δεν μετεβληθη.

12 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω αποστειλει επ' αυτον μετατοπιστας και θελουσι μετατοπισει αυτον· και θελουσιν εκκενωσει τα αγγεια αυτου και συντριψει τους πιθους αυτου.

13 Και ο Μωαβ θελει αισχυνθη δια τον Χεμως, καθως ησχυνθη ο οικος Ισραηλ δια την Βαιθηλ την ελπιδα αυτων.

14 Πως λεγετε, Ημεις ειμεθα ισχυροι και ανδρες δυνατοι εις πολεμον;

15 Ο Μωαβ ελεηλατηθη, και επυρποληθησαν αι πολεις αυτου, και οι εκλεκτοι νεοι αυτου κατεβησαν εις σφαγην, λεγει ο Βασιλευς, του οποιου το ονομα ειναι ο Κυριος των δυναμεων.

16 Η συμφορα του Μωαβ πλησιαζει να ελθη, και η θλιψις αυτου σπευδει σφοδρα.

17 Παντες οι κυκλω αυτου, θρηνησατε αυτον· και παντες οι γνωριζοντες το ονομα αυτου, ειπατε, Πως συνετριβη η δυνατη ραβδος, η ενδοξος βακτηρια.

18 Θυγατηρ, η κατοικουσα εν Δαιβων, καταβα απο της δοξης και καθησον εν ανυδρω· διοτι ο λεηλατης του Μωαβ αναβαινει επι σε και θελει αφανισει τα οχυρωματα σου.

19 Η κατοικουσα εν Αροηρ, στηθι πλησιον της οδου και παρατηρησον· ερωτησον τον φευγοντα και την διασωζομενην και ειπε, Τι εγεινεν;

20 Ο Μωαβ κατησχυνθη· διοτι συνετριβη· ολολυξον και βοησον. αναγγειλατε εις Αρνων οτι ο Μωαβ ελεηλατηθη,

21 και κρισις ηλθεν επι την γην της πεδινης, επι Ωλων και επι Ιαασα και επι Μηφααθ,

22 και επι Δαιβων και επι Νεβω και επι Βαιθ-δεβλαθαιμ,

23 και επι Κιριαθαιμ και επι Βαιθ-γαμουλ και επι Βαιθ-μεων,

24 και επι Κεριωθ και επι Βοσορρα και επι πασας τας πολεις της γης Μωαβ, τας μακραν και τας εγγυς.

25 Το κερας του Μωαβ συνεθλασθη και ο βραχιων αυτου συνετριβη, λεγει Κυριος.

26 Μεθυσατε αυτον· διοτι εμεγαλυνθη κατα του Κυριου· και ο Μωαβ θελει κυλισθη εις τον εμετον αυτου και θελει εισθαι εις γελωτα και αυτος.

27 Διοτι μηπως ο Ισραηλ δεν εσταθη γελως εις σε; μηπως ευρεθη μεταξυ κλεπτων; διοτι οσακις ομιλεις περι αυτου, σκιρτας υπο χαρας.

28 Κατοικοι του Μωαβ, καταλιπετε τας πολεις και κατοικησατε εν πετρα και γενεσθε ως περιστερα φωλευουσα εις τα πλαγια του στοματος του σπηλαιου.

29 Ηκουσαμεν την υπερηφανιαν του Μωαβ, του καθ' υπερβολην υπερηφανου· την υψηλοφροσυνην αυτου και την αλαζονειαν αυτου και την υπερηφανιαν αυτου και την επαρσιν της καρδιας αυτου.

30 Εγω γνωριζω την μανιαν αυτου, λεγει Κυριος, πλην ουχι ουτω· τα ψευδη αυτου δεν θελουσι τελεσφορησει.

31 Δια τουτο θελω ολολυξει δια τον Μωαβ και θελω αναβοησει δια ολον τον Μωαβ· θελουσι θρηνολογησει δια τους ανδρας της Κιρ-ερες.

32 Αμπελε της Σιβμα, θελω κλαυσει δια σε υπερ τον κλαυθμον της Ιαζηρ· τα κληματα σου διεπεραααν την θαλασσαν, εφθασαν εως της θαλασσης της Ιαζηρ· ο λεηλατης επεπεσεν επι το θερος σου και επι τον τρυγητον σου.

33 Και χαρα και αγαλλιασις εξηλειφθη απο της καρποφορου πεδιαδος και απο της γης Μωαβ· και αφηρεσα τον οινον απο των ληνων· ουδεις θελει ληνοπατησει αλαλαζων· αλαλαγμος δεν θελει ακουσθη.

34 Δια την κραυγην της Εσεβων, ητις εφθασεν εως Ελεαλη και εως Ιαας, αυτοι εδωκαν την φωνην αυτων απο Σηγωρ εως Οροναιμ ως δαμαλις τριετης· διοτι και τα υδατα του Νιμρειμ θελουσιν εκλειψει.

35 Και θελω παυσει εν τω Μωαβ, λεγει Κυριος, τον προσφεροντα ολοκαυτωμα εις τους υψηλους τοπους και τον θυμιαζοντα εις τους θεους αυτου.

36 Δια τουτο η καρδια μου θελει βομβησει δια τον Μωαβ ως αυλος και η καρδια μου θελει βομβησει ως αυλος δια τους ανδρας της Κιρ-ερες· διοτι τα αποκτηθεντα εις αυτην αγαθα απωλεσθησαν.

37 Διοτι πασα κεφαλη θελει εισθαι φαλακρα και πας πωγων εξυρισμενος· επι πασας τας χειρας θελουσιν εισθαι εντομαι και επι την οσφυν σακκος.

38 Επι παντα τα δωματα του Μωαβ και επι πασας τας πλατειας αυτου θρηνος θελει εισθαι· διοτι συνετριψα τον Μωαβ ως σκευος εν ω δεν υπαρχει χαρις, λεγει Κυριος.

39 Ολολυξατε, λεγοντες, Πως συνετριβη· πως ο Μωαβ εστρεψε τα νωτα εν καταισχυνη· ουτως ο Μωαβ θελει εισθαι γελως και φρικη εις παντας τους περι αυτον.

40 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, θελει πεταξει ως αετος, και θελει απλωσει τας πτερυγας αυτου επι τον Μωαβ.

41 Η Κεριωθ εκυριευθη και τα οχυρωματα επιασθησαν, και αι καρδιαι των ισχυρων του Μωαβ θελουσιν εισθαι κατ' εκεινην την ημεραν ως καρδια γυναικος κοιλοπονουσης.

42 Και ο Μωαβ θελει εξαλειφθη απο του να ηναι λαος, διοτι εμεγαλυνθη κατα του Κυριου.

43 Φοβος και λακκος και παγις θελουσιν εισθαι επι σε, κατοικε του Μωαβ, λεγει Κυριος.

44 Ο εκφυγων απο του φοβου θελει πεσει εις τον λακκον, και ο αναβας εκ του λακκου θελει πιασθη εν τη παγιδι· διοτι θελω φερει επ' αυτον, επι τον Μωαβ, το ετος της επισκεψεως αυτων, λεγει Κυριος.

45 Οι φυγοντες εσταθησαν υπο την σκιαν της Εσεβων ητονημενοι· πυρ ομως θελει εξελθει εξ Εσεβων και φλοξ εκ μεσου της Σηων, και θελει καταφαγει το οριον του Μωαβ και την ακροπολιν των θορυβουντων πολεμιστων.

46 Ουαι εις σε, Μωαβ· ο λαος του Χεμως απωλεσθη· διοτι οι υιοι σου επιασθησαν αιχμαλωτοι και αι θυγατερες σου αιχμαλωτοι.

47 Αλλ' εγω θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Μωαβ εν ταις εσχαταις ημεραις, λεγει Κυριος. Μεχρι τουτου η κρισις του Μωαβ.