1 Um destruidor avança contra ti: guarda a fortaleza vigia o caminho, fortifica os teus rins, reúne todo o teu vigor,

2 porque o Senhor restaura o esplendor de Jacó, assim como o esplendor de Israel, depois que os saqueadores despojaram e destruíram seus sarmentos.

3 Os combatentes trazem escudo vermelho, os guerreiros estão vestidos de púrpura, os carros de aço cintilantes avançam no dia em que são postos em linha; e são brandidas as lanças.

4 Os carros se precipitam pelas ruas, saltando através das praças. Ao vê-los, dir-se-ia serem tochas ardentes; correm como relâmpagos.

5 Ele se lembra de seus guerreiros valentes, mas estes tropeçam em sua marcha. Precipitam-se para a muralha e preparam o teto protetor.

6 As portas dos rios são abertas, o palácio cai arruinado.

7 Ela é desnudada e deportada; suas servas gemem como pombas, e batem no peito.

8 Nínive é semelhante a um tanque desde a sua origem. Eles fogem. Parai! Parai! Mas ninguém volta para trás.

9 Saqueai a prata, saqueai o ouro, porque há inumeráveis tesouros e montes de objetos preciosos.

10 Roubo, pilhagem, devastação! O coração desfalece; os joelhos tremem, a dor oprime todos os rins, todos os rostos estão lívidos.

11 Onde está agora o retiro dos leões, o pasto dos leõezinhos, onde se recolhiam o leão, a leoa e os leõezinhos, sem haver quem os inquietasse?

12 O leão despedaçava para os seus pequenos, e estrangulava para as suas leoas; enchia de presas os seus antros, e de despojos as suas cavernas,

13 Eis que venho agora contra ti - oráculo do Senhor dos exércitos -; vou incendiar teus carros e reduzi-los a fumaça, a espada vai devorar os teus leõezinhos; porei fim às tuas rapinas na terra, não se ouvirá mais a voz dos teus mensageiros.

1 Ο κατασυντριβων ανεβη εμπροσθεν του προσωπου σου· φυλαττε το οχυρωμα, σκοπευσον την οδον, ενισχυσον τας οσφυς, ενδυναμωσον την ισχυν σου σφοδρα.

2 Επειδη ο Κυριος απεστρεψε την δοξαν του Ιακωβ καθως την δοξαν του Ισραηλ· διοτι οι τινακται εξετιναξαν αυτους και διεφθειραν τα κληματα αυτων.

3 Η ασπις των ισχυρων αυτου ειναι κοκκινοβαφης, οι ανδρες δυναμεως ενδεδυμενοι ερυθρα· αι αμαξαι θελουσι κινεισθαι με σιδηρον λαμποντα εν τη ημερα της ετοιμασιας αυτου, και τα ελατινα δορατα θελουσι σεισθη τρομερα.

4 Αι αμαξαι θελουσι θορυβεισθαι εν ταις οδοις, θελουσι συγκρουεσθαι η μια μετα της αλλης εν ταις πλατειαις· η θεα αυτων θελει εισθαι ως λαμπαδες, θελουσι τρεχει ως αστραπαι.

5 Θελει ενθυμηθη τους ανδρειους αυτου· αλλα θελουσι κατολισθησει εν τη οδω αυτων· θελουσι σπευσει εις τα τειχη αυτης και ο συνασπισμος θελει ετοιμασθη.

6 Αι πυλαι των ποταμων θελουσιν ανοιχθη και τα παλατια θελουσι διαλυθη.

7 Και η καθεστωσα θελει γυμνωθη, θελει μετοικισθη, και αι δουλαι αυτης θελουσιν αναδιδει στεναγμους ως η φωνη των περιστερων, τυπτουσαι τα στηθη αυτων.

8 Και η Νινευη ειναι παλαιοθεν ως λιμνη υδατων· ταυτα ομως θελουσι φυγει. Στητε, στητε, θελουσι φωναζει· και ουδεις ο βλεπων οπισω.

9 Λαφυραγωγειτε το αργυριον, λαφυραγωγειτε το χρυσιον· διοτι δεν ειναι τελος των θησαυρων αυτης· ειναι πληθος παντος σκευους επιθυμητου.

10 Εξεκενωθη και εξετιναχθη και ηρημωθη και η καρδια διαλυεται και τα γονατα κλονιζονται και ωδινες ειναι εις πασας τας οσφυς, τα δε προσωπα παντων ειναι απησβολωμενα.

11 Που ειναι το κατοικητηριον των λεοντων και η βοσκη των σκυμνων, οπου ο λεων, ο γηραιος λεων, περιεπατει και ο σκυμνος του λεοντος, και δεν υπηρχεν ο εκφοβων;

12 Ο λεων διεσπαραττεν ικανα δια τους σκυμνους αυτου και απεπνιγε δια τας λεαινας αυτου, και εγεμιζε τα σπηλαια αυτου απο θηραματος και τα κατοικητηρια αυτου απο αρπαγης.

13 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελω καυσει τας αμαξας σου μεχρι καπνου και η ρομφαια θελει καταφαγει τους σκυμνους σου, και θελω εξολοθρευσει το θηραμα σου εκ της γης, και δεν θελει ακουσθη πλεον η φωνη των πρεσβεων σου.