1 Pergunto, então: Acaso rejeitou Deus o seu povo? De maneira alguma. Pois eu mesmo sou israelita, descendente de Abraão, da tribo de Benjamim.

2 Deus não repeliu o seu povo, que ele de antemão distinguiu! Desconheceis o que narra a Escritura, no episódio de Elias, quando este se queixava de Israel a Deus:

3 Senhor, mataram vossos profetas, destruíram vossos altares. Fiquei apenas eu, e ainda procuram tirar-me a vida {I Rs 19,10}?

4 Que lhe respondeu a voz divina? Reservei para mim sete mil homens, que não dobraram o joelho diante de Baal {I Rs 19,18}.

5 É o que continua a acontecer no tempo presente: subsiste um resto, segundo a eleição da graça.

6 E se é pela graça, já não o é pelas obras; de outra maneira, a graça cessaria de ser graça.

7 Conseqüência? Que Israel não conseguiu o que procura. Os escolhidos, estes sim, o conseguiram. Quanto aos mais, foram obcecados,

8 como está escrito: Deus lhes deu um espírito de torpor, olhos para que não vejam e ouvidos para que não ouçam, até o dia presente {Dt 29,3}.

9 Davi também o diz: A mesa se lhes torne em laço, em armadilha, em ocasião de tropeço, em justo castigo!

10 A vista se lhes obscureça para não verem! Dobra-lhes o espinhaço sem cessar {Sl 68,23s}!

11 Pergunto ainda: Tropeçaram acaso para cair? De modo algum. Mas sua queda, tornando a salvação acessível aos pagãos, incitou-os à emulação.

12 Ora, se o seu pecado ocasionou a riqueza do mundo, e a sua decadência a riqueza dos pagãos, que não fará a sua conversão em massa?!

13 Declaro-o a vós, homens de origem pagã: como apóstolo dos pagãos, eu procuro honrar o meu ministério,

14 com o intuito de, eventualmente, excitar à emulação os homens da minha raça e salvar alguns deles.

15 Porque, se de sua rejeição resultou a reconciliação do mundo, qual será o efeito de sua reintegração, senão uma ressurreição dentre os mortos?

16 Se as primícias são santas, também a massa o é; e se a raiz é santa, os ramos também o são.

17 Se alguns dos ramos foram cortados, e se tu, oliveira selvagem, foste enxertada em seu lugar e agora recebes seiva da raiz da oliveira,

18 não te envaideças nem menosprezes os ramos. Pois, se te gloriares, sabe que não és tu que sustentas a raiz, mas a raiz a ti.

19 Dirás, talvez: Os ramos foram cortados para que eu fosse enxertada.

20 Sem dúvida! É pela incredulidade que foram cortados, ao passo que tu é pela fé que estás firme. Não te ensoberbeças, antes teme.

21 Se Deus não poupou os ramos naturais, bem poderá não poupar a ti.

22 Considera, pois, a bondade e a severidade de Deus: severidade para com aqueles que caíram, bondade para contigo, suposto que permaneças fiel a essa bondade; do contrário, também tu serás cortada.

23 E eles, se não persistirem na incredulidade, serão enxertados; pois Deus é poderoso para enxertá-los de novo.

24 Se tu, cortada da oliveira de natureza selvagem, contra a tua natureza foste enxertada em boa oliveira, quanto mais eles, que são naturais, poderão ser enxertados na sua própria oliveira!

25 Não quero, irmãos, que ignoreis este mistério, para que não vos gabeis de vossa sabedoria: esta cegueira de uma parte de Israel só durará até que haja entrado a totalidade dos pagãos.

26 Então Israel em peso será salvo, como está escrito: Virá de Sião o libertador, apartará de Jacó a impiedade.

27 E esta será a minha aliança com eles, quando eu tirar os seus pecados {Is 59,20s; 27,9}.

28 Se, quanto ao Evangelho, eles são inimigos de Deus, para proveito vosso, quanto à eleição eles são muito queridos por causa de seus pais.

29 Pois os dons e o chamado de Deus são irrevogáveis.

30 Assim como vós antes fostes desobedientes a Deus, e agora obtivestes misericórdia com a desobediência deles,

31 assim eles são incrédulos agora, em conseqüência da misericórdia feita a vós, para que eles também mais tarde alcancem, por sua vez, a misericórdia.

32 Deus encerrou a todos esses homens na desobediência para usar com todos de misericórdia.

33 Ó abismo de riqueza, de sabedoria e de ciência em Deus! Quão impenetráveis são os seus juízos e inexploráveis os seus caminhos!

34 Quem pode compreender o pensamento do Senhor? Quem jamais foi o seu conselheiro?

35 Quem lhe deu primeiro, para que lhe seja retribuído?

36 Dele, por ele e para ele são todas as coisas. A ele a glória por toda a eternidade! Amém.

1 Λεγω λοιπον, Μηπως απερριψεν ο Θεος τον λαον αυτου; Μη γενοιτο· διοτι και εγω Ισραηλιτης ειμαι, εκ σπερματος Αβρααμ, εκ φυλης Βενιαμιν.

2 Δεν απερριψεν ο Θεος τον λαον αυτου, τον οποιον προεγνωρισεν. Η δεν εξευρετε τι λεγει η γραφη περι του Ηλια; πως ομιλει προς τον Θεον κατα του Ισραηλ, λεγων·

3 Κυριε, τους προφητας σου εθανατωσαν και τα θυσιαστηρια σου κατεσκαψαν, και εγω εναπελειφθην μονος, και ζητουσι την ψυχην μου.

4 Αλλα τι αποκρινεται προς αυτον ο Θεος; Αφηκα εις εμαυτον επτα χιλιαδας ανδρων, οιτινες δεν εκλιναν γονυ εις τον Βααλ.

5 Ουτω λοιπον και επι του παροντος καιρου απεμεινε καταλοιπον τι κατ' εκλογην χαριτος.

6 Εαν δε κατα χαριν, δεν ειναι πλεον εξ εργων· επειδη τοτε η χαρις δεν γινεται πλεον χαρις. Εαν δε εξ εργων, δεν ειναι πλεον χαρις· επειδη το εργον δεν ειναι πλεον εργον.

7 Τι λοιπον; Ο Ισραηλ δεν επετυχεν εκεινο το οποιον ζητει, οι εκλεκτοι ομως επετυχον· οι δε λοιποι ετυφλωθησαν,

8 καθως ειναι γεγραμμενον· Εδωκεν εις αυτους ο Θεος πνευμα νυσταγμου, οφθαλμους δια να μη βλεπωσι και ωτα δια να μη ακουωσιν, εως της σημερον ημερας.

9 Και ο Δαβιδ λεγει· Ας γεινη η τραπεζα αυτων εις παγιδα και εις βροχον και εις σκανδαλον και εις ανταποδομα εις αυτους·

10 ας σκοτισθωσιν οι οφθαλμοι αυτων δια να μη βλεπωσι, και τον νωτον αυτων διαπαντος κυρτωσον.

11 Λεγω λοιπον, Μηπως επταισαν δια να πεσωσι; Μη γενοιτο· αλλα δια της πτωσεως αυτων εγεινεν η σωτηρια εις τα εθνη, δια να κινηση αυτους εις ζηλοτυπιαν.

12 Και εαν η πτωσις αυτων ηναι πλουτος του κοσμου και ελαττωσις αυτων πλουτος των εθνων, ποσω μαλλον το πληρωμα αυτων;

13 Διοτι προς εσας τα εθνη λεγω, Εφ' οσον μεν ειμαι εγω αποστολος των εθνων, την διακονιαν μου δοξαζω,

14 ισως κινησω εις ζηλοτυπιαν αυτους, οιτινες ειναι σαρξ μου και σωσω τινας εξ αυτων.

15 Διοτι εαν η αποβολη αυτων ηναι φιλιωσις του κοσμου, τι θελει εισθαι η προσληψις αυτων ειμη ζωη εκ νεκρων;

16 Και εαν η ζυμη ηναι αγια, ειναι και το φυραμα· και εαν η ριζα ηναι αγια, ειναι και οι κλαδοι.

17 Αλλ' εαν τινες των κλαδων απεκοπησαν, συ δε αγριελαια ουσα ενεκεντρισθης μεταξυ αυτων και εγεινες συγκοινωνος της ριζης και της παχυτητος της ελαιας,

18 μη κατακαυχασαι εναντιον των κλαδων· εαν δε κατακαυχασαι, συ δεν βασταζεις την ριζαν, αλλ' η ριζα σε.

19 Θελεις ειπει λοιπον· Απεκοπησαν οι κλαδοι, δια να εγκεντρισθω εγω.

20 Καλως· δια την απιστιαν απεκοπησαν, συ δε δια της πιστεως ιστασαι· μη υψηλοφρονει, αλλα φοβου·

21 διοτι εαν ο Θεος δεν εφεισθη τους φυσικους κλαδους, προσεχε μηπως δεν φεισθη μηδε σε.

22 Ιδε λοιπον την χρηστοτητα και την αυστηροτητα του Θεου, επι μεν τους πεσοντας την αυστηροτητα, επι σε δε την χρηστοτητα, εαν επιμεινης εις την χρηστοτητα· διοτι αλλως και συ θελεις αποκοπη.

23 Και εκεινοι δε, εαν δεν επιμεινωσιν εις την απιστιαν, θελουσιν εγκεντρισθη· διοτι δυνατος ειναι ο Θεος παλιν να εγκεντριση αυτους.

24 Επειδη εαν συ απεκοπης απο της φυσικης αγριελαιας και παρα φυσιν ενεκεντρισθης εις καλλιελαιαν, ποσω μαλλον ουτοι οι φυσικοι θελουσιν εγκεντρισθη εις την ιδιαν αυτων ελαιαν.

25 Διοτι δεν θελω να αγνοητε, αδελφοι, το μυστηριον τουτο, δια να μη υψηλοφρονητε, οτι τυφλωσις κατα μερος εγεινεν εις τον Ισραηλ, εωσου εισελθη το πληρωμα των εθνων,

26 και ουτω πας ο Ισραηλ θελει σωθη, καθως ειναι γεγραμμενον· Θελει ελθει εκ Σιων ο λυτρωτης και θελει αποστρεψει τας ασεβειας απο του Ιακωβ·

27 Και αυτη ειναι η παρ' εμου διαθηκη προς αυτους, Οταν αφαιρεσω τας αμαρτιας αυτων.

28 Κατα μεν το ευαγγελιον, ειναι εχθροι δια σας, κατα δε την εκλογην αγαπητοι δια τους πατερας.

29 Διοτι ανεπιδεκτα μεταμελειας ειναι τα χαρισματα και η προσκλησις του Θεου.

30 Διοτι καθως και σεις ηπειθησατε ποτε εις τον Θεον, τωρα ομως ηλεηθητε εν τη απειθεια τουτων,

31 ουτω και ουτοι ηπειθησαν τωρα εν τω υμετερω ελεει, δια να ελεηθωσι και αυτοι·

32 διοτι ο Θεος συνεκλεισε τους παντας εις την απειθειαν, δια να ελεηση τους παντας.

33 Ω βαθος πλουτου και σοφιας και γνωσεως Θεου. Ποσον ανεξερευνητοι ειναι αι κρισεις αυτου και ανεξιχνιαστοι αι οδοι αυτου.

34 Διοτι τις εγνωρισε τον νουν του Κυριου; η τις εγεινε συμβουλος αυτου;

35 η τις εδωκε τι πρωτος εις αυτον, δια να γεινη εις αυτον ανταποδοσις;

36 Επειδη εξ αυτου και δι' αυτου και εις αυτον ειναι τα παντα. Αυτω, η δοξα εις τους αιωνας. Αμην.