1 Já entrei no meu jardim, minha irmã, minha esposa; colhi a minha mirra com a minha especiaria, comi o meu favo com o meu mel, bebi o meu vinho com o meu leite; comei, amigos, bebei abundantemente, ó amados.

2 Eu dormia, mas o meu coração velava; e eis a voz do meu amado que está batendo: abre-me, minha irmã, meu amor, pomba minha, imaculada minha, porque a minha cabeça está cheia de orvalho, os meus cabelos das gotas da noite.

3 Já despi a minha roupa; como a tornarei a vestir? Já lavei os meus pés; como os tornarei a sujar?

4 O meu amado pôs a sua mão pela fresta da porta, e as minhas entranhas estremeceram por amor dele.

5 Eu me levantei para abrir ao meu amado, e as minhas mãos gotejavam mirra, e os meus dedos mirra com doce aroma, sobre as aldravas da fechadura.

6 Eu abri ao meu amado, mas já o meu amado tinha se retirado, e tinha ido; a minha alma desfaleceu quando ele falou; busquei-o e não o achei, chamei-o e não me respondeu.

7 Acharam-me os guardas que rondavam pela cidade; espancaram-me, feriram-me, tiraram-me o manto os guardas dos muros.

8 Conjuro-vos, ó filhas de Jerusalém, que, se achardes o meu amado, lhe digais que estou enferma de amor.

9 Que é o teu amado mais do que outro amado, ó tu, a mais formosa entre as mulheres? Que é o teu amado mais do que outro amado, que tanto nos conjuras?

10 O meu amado é branco e rosado; ele é o primeiro entre dez mil.

11 A sua cabeça é como o ouro mais apurado, os seus cabelos são crespos, pretos como o corvo.

12 Os seus olhos são como os das pombas junto às correntes das águas, lavados em leite, postos em engaste.

13 As suas faces são como um canteiro de bálsamo, como flores perfumadas; os seus lábios são como lírios gotejando mirra com doce aroma.

14 As suas mãos são como anéis de ouro engastados de berilo; o seu ventre como alvo marfim, coberto de safiras.

15 As suas pernas como colunas de mármore, colocadas sobre bases de ouro puro; o seu aspecto como o Líbano, excelente como os cedros.

16 A sua boca é muitíssimo suave; sim, ele é totalmente desejável. Tal é o meu amado, e tal o meu amigo, ó filhas de Jerusalém.

1 Ηλθον εις τον κηπον μου, αδελφη μου, νυμφη· ετρυγησα την σμυρναν μου μετα των αρωματων μου· εφαγον την κηρηθραν μου μετα του μελιτος μου· επιον τον οινον μου μετα του γαλακτος μου· Φαγετε, φιλοι· πιετε, ναι, πιετε αφθονως, αγαπητοι.

2 Εγω κοιμωμαι, αλλ' η καρδια μου αγρυπνει· φωνη του αγαπητου μου· κρουει· Ανοιξον μοι, αδελφη μου, αγαπητη μου, περιστερα μου, αμωμητε μου· διοτι η κεφαλη μου εγεμισεν απο δροσου, οι βοστρυχοι μου απο ψεκαδων της νυκτος.

3 Εξεδυθην τον χιτωνα μου· πως να ενδυθω αυτον; ενιψα τους ποδας μου· πως θελω μολυνει αυτους;

4 Ο αγαπητος μου εισηξε την χειρα αυτου δια της τρυπης της θυρας, και τα σπλαγχνα μου εταραχθησαν δι' αυτον.

5 Εγω εσηκωθην δια να ανοιξω εις τον αγαπητον μου· και αι χειρες μου εσταζον σμυρναν, και οι δακτυλοι μου σμυρναν σταλακτην, επι τας λαβας του μοχλου.

6 Εγω ηνοιξα εις τον αγαπητον μου· αλλ' ο αγαπητος μου εσυρθη, εφυγεν· η ψυχη μου ελιποθυμησεν εις τον λογον αυτου· εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον, εφωνησα αυτον και δεν μοι απεκριθη.

7 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν, με εκτυπησαν, με επληγωσαν· οι φυλακες των τειχων αφηρεσαν απ' εμου το ιματιον μου.

8 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εαν ευρητε τον αγαπητον μου, Τι θελετε ειπει προς αυτον; Οτι ειμαι τετρωμενη υπο αγαπης.

9 Τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, ω ωραια μεταξυ των γυναικων; τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, και ωρκισας ημας ουτως;

10 Ο αγαπητος μου ειναι λευκος και ερυθρος, διακρινομενος μεταξυ μυριαδων·

11 Η κεφαλη αυτου ειναι χρυσιον δεδοκιμασμενον, οι πλοκαμοι αυτου κλαδοι φοινικων, μελανες ως κοραξ·

12 οι οφθαλμοι αυτου ως περιστερων επι των ρυακων των υδατων, λελουμενοι εν γαλακτι, καθημενοι ως λιθοι ενθεσεως·

13 Αι σιαγονες αυτου ως πρασιαι αρωματων, ως αλωνια φυτων μυρεψικων· τα χειλη αυτου ως κρινα, σταζοντα σμυρναν σταλακτην·

14 Αι χειρες αυτου δακτυλιδια χρυσα, πεπληρωμενα με βηρυλλιον· η κοιλια αυτου ελεφαντινον τεχνουργημα, περικεκοσμημενον με σαπφειρους·

15 αι κνημαι αυτου στυλοι μαρμαρινοι, εστηριγμενοι επι βασεων καθαρου χρυσιου· το ειδος αυτου ως Λιβανος· εξοχος ως κεδροι.

16 Ο ουρανισκος αυτου ειναι γλυκασμοι· και αυτος ολος επιθυμητος. Ουτος ειναι ο αγαπητος μου, και ουτος ο φιλος μου, θυγατερες Ιερουσαλημ.