1 Portanto, convém-nos atentar com mais diligência para as coisas que já temos ouvido, para que em tempo algum nos desviemos delas.

2 Porque, se a palavra falada pelos anjos permaneceu firme, e toda a transgressão e desobediência recebeu a justa retribuição,

3 Como escaparemos nós, se não atentarmos para uma tão grande salvação, a qual, começando a ser anunciada pelo Senhor, foi-nos depois confirmada pelos que a ouviram;

4 Testificando também Deus com eles, por sinais, e milagres, e várias maravilhas e dons do Espírito Santo, distribuídos por sua vontade?

5 Porque não foi aos anjos que sujeitou o mundo futuro, de que falamos.

6 Mas em certo lugar testificou alguém, dizendo:Que é o homem, para que dele te lembres?Ou o filho do homem, para que o visites?

7 Tu o fizeste um pouco menor do que os anjos,De glória e de honra o coroaste,E o constituíste sobre as obras de tuas mãos;

8 Todas as coisas lhe sujeitaste debaixo dos pés.Ora, visto que lhe sujeitou todas as coisas, nada deixou que lhe não esteja sujeito. Mas agora ainda não vemos que todas as coisas lhe estejam sujeitas.

9 Vemos, porém, coroado de glória e de honra aquele Jesus que fora feito um pouco menor do que os anjos, por causa da paixão da morte, para que, pela graça de Deus, provasse a morte por todos.

10 Porque convinha que aquele, para quem são todas as coisas, e mediante quem tudo existe, trazendo muitos filhos à glória, consagrasse pelas aflições o príncipe da salvação deles.

11 Porque, assim o que santifica, como os que são santificados, são todos de um; por cuja causa não se envergonha de lhes chamar irmãos,

12 Dizendo:Anunciarei o teu nome a meus irmãos,Cantar-te-ei louvores no meio da congregação.

13 E outra vez: Porei nele a minha confiança. E outra vez: Eis-me aqui a mim, e aos filhos que Deus me deu.

14 E, visto como os filhos participam da carne e do sangue, também ele participou das mesmas coisas, para que pela morte aniquilasse o que tinha o império da morte, isto é, o diabo;

15 E livrasse todos os que, com medo da morte, estavam por toda a vida sujeitos à servidão.

16 Porque, na verdade, ele não tomou os anjos, mas tomou a descendência de Abraão.

17 Por isso convinha que em tudo fosse semelhante aos irmãos, para ser misericordioso e fiel sumo sacerdote naquilo que é de Deus, para expiar os pecados do povo.

18 Porque naquilo que ele mesmo, sendo tentado, padeceu, pode socorrer aos que são tentados.

1 Δια τουτο πρεπει ημεις να προσεχωμεν περισσοτερον εις οσα ηκουσαμεν, δια να μη εκπεσωμεν ποτε.

2 Διοτι εαν ο λογος ο λαληθεις δι' αγγελων εγεινε βεβαιος, και πασα παραβασις και παρακοη ελαβε δικαιαν μισθαποδοσιαν,

3 πως ημεις θελομεν εκφυγει, εαν αμελησωμεν τοσον μεγαλην σωτηριαν; ητις αρχισασα να λαληται δια του Κυριου, εβεβαιωθη εις ημας υπο των ακουσαντων,

4 και ο Θεος συνεπεμαρτυρει με σημεια και τερατα και με διαφορα θαυματα και με διανομας του Αγιου Πνευματος κατα την θελησιν αυτου.

5 Διοτι δεν υπεταξεν εις αγγελους την οικουμενην την μελλουσαν, περι της οποιας λαλουμεν.

6 Εμαρτυρησε δε τις εν τινι μερει, λεγων· Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ενθυμησαι αυτον, Η ο υιος του ανθρωπου, ωστε να επισκεπτησαι αυτον;

7 Εκαμες αυτον ολιγον τι κατωτερον των αγγελων, με δοξαν και τιμην εστεφανωσας αυτον και κατεστησας αυτον επι τα εργα των χειρων σου·

8 Παντα υπεταξας υποκατω των ποδων αυτου. Διοτι υποταξας εις αυτον τα παντα, δεν αφηκεν ουδεν ανυποτακτον εις αυτον. Τωρα ομως δεν βλεπομεν ετι τα παντα υποτεταγμενα εις αυτον·

9 τον δε ολιγον τι παρα τους αγγελους ηλαττωμενον Ιησουν βλεπομεν δια το παθημα του θανατου με δοξαν και τιμην εστεφανωμενον, δια να γευθη θανατον υπερ παντος ανθρωπου δια της χαριτος του Θεου.

10 Διοτι επρεπεν εις αυτον, δια τον οποιον ειναι τα παντα και δια του οποιου εγειναν τα παντα, φερων εις την δοξαν πολλους υιους, να καμη τελειον τον αρχηγον της σωτηριας αυτων δια των παθηματων.

11 Επειδη και ο αγιαζων και οι αγιαζομενοι εξ ενος ειναι παντες· δι' ην αιτιαν δεν επαισχυνεται να ονομαζη αυτους αδελφους,

12 λεγων· Θελω απαγγειλει το ονομα σου προς τους αδελφους μου, εν μεσω εκκλησιας θελω σε υμνησει·

13 και παλιν· Εγω θελω εχει την πεποιθησιν μου επ' αυτον· και παλιν· Ιδου, εγω και τα παιδια, τα οποια μοι εδωκεν ο Θεος.

14 Επειδη λοιπον τα παιδια εμεθεξαν απο σαρκος και αιματος, και αυτος παρομοιως μετελαβεν απο των αυτων, δια να καταργηση δια του θανατου τον εχοντα το κρατος του θανατου, τουτεστι τον διαβολον,

15 και ελευθερωση εκεινους, οσοι δια τον φοβον του θανατου ησαν δια παντος του βιου υποκειμενοι εις την δουλειαν.

16 Διοτι βεβαιως δεν ανελαβεν αγγελων φυσιν, αλλα σπερματος Αβρααμ ανελαβεν.

17 Οθεν επρεπε να ομοιωθη κατα παντα με τους αδελφους, δια να γεινη ελεημων και πιστος αρχιερευς εις τα προς τον Θεον, δια να καμνη εξιλεωσιν υπερ των αμαρτιων του λαου.

18 Επειδη καθ' οτι αυτος επαθε πειρασθεις, δυναται να βοηθηση τους πειραζομενους.