1 Israel é uma vide estéril que dá fruto para si mesmo; conforme a abundância do seu fruto, multiplicou também os altares; conforme a bondade da sua terra, assim, fizeram boas as estátuas.

2 O seu coração está dividido, por isso serão culpados; o Senhor demolirá os seus altares, e destruirá as suas estátuas.

3 Certamente agora dirão: Não temos rei, porque não tememos ao Senhor; e o rei, que faria por nós?

4 Falaram palavras, jurando falsamente, fazendo uma aliança; por isso florescerá o juízo como erva peçonhenta nos sulcos dos campos.

5 Os moradores de Samaria serão atemorizados pelo bezerro de Bete-«ven; porque o seu povo se lamentará por causa dele, como também os seus sacerdotes idólatras que nele se regozijavam, por causa da sua glória, que se apartou dela.

6 Também será levada para a Assíria como um presente ao rei Jarebe; Efraim ficará confuso, e Israel se envergonhará por causa do seu próprio conselho.

7 O rei de Samaria será desfeito como a espuma sobre a face da água.

8 E os altos de Áven, pecado de Israel, serão destruídos; espinhos e cardos crescerão sobre os seus altares; e dirão aos montes: Cobri-nos! E aos outeiros: Caí sobre nós!

9 Desde os dias de Gibeá pecaste, ó Israel; ali permaneceram; a peleja em Gibeá, contra os filhos da perversidade, não os alcançará.

10 Eu os castigarei na medida do meu desejo; e congregar-se-ão contra eles os povos, quando eu os atar pela sua dupla transgressão.

11 Porque Efraim é uma bezerra domada, que gosta de trilhar; e eu poupava a formosura do seu pescoço; mas farei cavalgar Efraim. Judá lavrará, Jacó lhe desfará os torrões.

12 Semeai para vós em justiça, ceifai segundo a misericórdia; lavrai o campo de lavoura; porque é tempo de buscar ao Senhor, até que venha e chova a justiça sobre vós.

13 Lavrastes a impiedade, segastes a iniqüidade, e comestes o fruto da mentira; porque confiaste no teu caminho, na multidão dos teus poderosos.

14 Portanto, entre o teu povo se levantará um grande tumulto, e todas as tuas fortalezas serão destruídas, como Salmã destruiu a Bete-Arbel no dia da guerra; a mãe ali foi despedaçada com os filhos.

15 Assim vos fará Betel por causa da vossa grande malícia; de madrugada o rei de Israel será totalmente destruído.

1 Ο Ισραηλ ειναι αμπελος ευκληματουσα· εκαρποφορησεν αφθονως· κατα το πληθος των καρπων αυτου επληθυνε τα θυσιαστηρια· κατα την αγαθοτητα της γης αυτου ελαμπρυνε τα αγαλματα.

2 Η καρδια αυτων ειναι μεμερισμενη· τωρα θελουσι τιμωρηθη· αυτος θελει κατασκαψει τα θυσιαστηρια αυτων, θελει φθειρει τα αγαλματα αυτων.

3 Διοτι τωρα θελουσιν ειπει, Ημεις δεν εχομεν βασιλεα, διοτι δεν εφοβηθημεν τον Κυριον· και ο βασιλευς τι ηθελε μας καμει;

4 Ελαλησαν λογους, ομνυοντες ψευδως, ενω εκαμνον συνθηκην· οθεν η καταδικη θελει εκβλαστησει ως το κωνειον εν ταις αυλαξι του αγρου.

5 Οι κατοικοι της Σαμαρειας θελουσι κατατρομαξει δια τον μοσχον της Βαιθ-αυεν· διοτι ο λαος αυτου θελει πενθησει δι' αυτον και οι ειδωλοθυται αυτου, οι χαιροντες εις αυτον, δια την δοξαν αυτου, διοτι μετωκισθη απ' αυτου.

6 Αυτος οτι θελει φερθη εις την Ασσυριαν, δωρον προς τον βασιλεα Ιαρειβ· αισχυνη θελει καταλαβει τον Εφραιμ, και ο Ισραηλ θελει εντραπη δια την βουλην αυτου.

7 Αφανιζεται η Σαμαρεια και ο βασιλευς αυτης ως αφρος επι προσωπον υδατος.

8 Και οι βωμοι της Αυεν, η αμαρτια του Ισραηλ, θελουσι καταστραφη· ακανθαι και τριβολοι θελουσι βλαστησει επι τα θυσιαστηρια αυτων· και θελουσιν ειπει προς τα ορη, Καλυψατε μας· και προς τους λοφους, Πεσατε εφ' ημας.

9 Ισραηλ, ημαρτησας απο των ημερων της Γαβαα· εκει εσταθησαν· η εν Γαβαα κατα των υιων της ανομιας μαχη δεν εφθασεν εις αυτους.

10 Κατα την βουλην μου βεβαιως θελω παιδευσει αυτους· και οι λαοι θελουσι συναχθη εναντιον αυτων, οταν φερωνται εις αιχμαλωσιαν δια τας δυο ανομιας αυτων.

11 Ο Εφραιμ ειναι μεν δαμαλις δεδιδαγμενη και αγαπωσα να αλωνιζη· πλην εγω θελω περασει ζυγον επι τον ωραιον αυτης τραχηλον· θελω υποζευξει τον Εφραιμ· ο Ιουδας θελει αροτρια, ο Ιακωβ θελει βωλοκοπει εις εαυτον.

12 Σπειρατε δι' εαυτους εν δικαιοσυνη, θερισατε εν ελεει· ανοιξατε την αφειμενην σας γην· διοτι ειναι καιρος να εκζητησητε τον Κυριον, εωσου ελθη και επισταλαξη δικαιοσυνην εφ' υμας.

13 Ηροτριασατε ασεβειαν, εθερισατε ανομιαν, εφαγετε καρπον ψευδους· διοτι ηλπισας εις την οδον σου, εις το πληθος των ισχυρων σου.

14 Δια τουτο απωλεια θελει εγερθη μεταξυ των λαων σου, και παντα τα φρουρια σου θελουσιν εκπορθηθη, καθως ο Σαλμαν εξεπορθησε την Βαιθ-αρβελ εν τη ημερα της μαχης· η μητηρ κατεσυντριβη επι τα τεκνα.

15 Ουτω θελει καμει εις εσας η Βαιθηλ ενεκεν της εσχατης ανομιας σας· πρωι θελει αφανισθη ολοτελως ο βασιλευς του Ισραηλ.