1 Käsk, olles ainult tulevaste hüvede vari, aga mitte asjade täiskuju ise, ei või iialgi samade iga-aastaste ohvritega, mida ühtelugu ohverdatakse, teha täiuslikuks nende toojaid,

2 sest eks muidu oleksid ju ohvrite toomised lõppenud, sellepärast et neil, kes toimetavad jumalateenistust, ei oleks enam mingit patust südametunnistust, kui nad kord on puhtaks tehtud.

3 Ent ohvritega tuletatakse iga aasta patte meelde.

4 Sest on võimatu, et härgade ja sikkude veri võib patud ära võtta.

5 Sellepärast Ta maailma tulles ütleb: „Ohvrit ega andi Sa ei tahtnud, aga Sa valmistasid Mulle ihu:

6 põletus- ja patuohvrid ei olnud Sulle meelepärast!

7 Siis Ma ütlesin: vaata, Ma tulen — rullraamatus on Minust kirjutatud — tegema Su tahtmist, oh Jumal!"

8 Kuna Ta eespool ütleb: „Ohvreid ja ande ning põletus- ja patuohvreid Sa ei tahtnud ega olegi need Su meele järgi, kuigi neid käsu järgi tuuakse",

9 siis ütleb Ta pärast: „Vaata, Ma tulen tegema Su tahtmist!" Sellega Ta tunnistab tühjaks esimese ohvri, et panna kehtima teine.

10 Selles tahtmises oleme meiegi pühitsetud Jeesuse Kristuse Ihu ohvriga ühel hoobil.

11 Ja iga preester seisab päevast päeva oma ametis ja ohverdab sageli samu ohvreid, mis iialgi ei või patte ära võtta;

12 aga Tema, kui Ta üheainsa ohvri oli viinud pattude eest, on istunud jäädavalt Jumala paremale käele

13 ja ootab nüüd ainult, kuni Ta vaenlased pannakse Tema jalgealuseks järiks.

14 Sest ühe ohvriga on Ta jäädavalt teinud täiuslikeks need, keda pühitsetakse.

15 Seda tunnistab meile ju ka Püha Vaim; sest kui Ta oli öelnud:

16 „Niisugune on leping, mille Ma teen nendega pärast neid päevi, ütleb Issand: Ma panen neile südamesse Oma käsud ja kirjutan need neile meelde

17 ega mäleta enam nende patte ja ülekohtutegusid!"

18 Aga kus need on andeks antud, seal ei ole enam tarvis ohvrit nende eest.

19 Nii on meil siis, vennad, Jeesuse Veres julgus sissepääsuks pühasse paika;

20 ja selle on Ta meile avanud uueks ja elavaks teeks eesriide, see on Oma liha kaudu;

21 ja meil on suur Preester Jumala koja üle.

22 Astugem siis ligi tõelise südamega, täielikus usus, südame poolest piserdamisega puhastatud kurjast südametunnistusest,

23 ja ihu poolest pestud puhta veega, pidagem kõikumata kinni lootuse tunnistusest. Sest ustav on See, Kes seda on tõotanud.

24 Ja pidagem üksteist silmas õhutamiseks armastusele ja headele tegudele.

25 Ning ärgem jätkem maha oma koguduse kooskäimisi, nõnda nagu mõnel on kombeks, vaid manitsegem üksteist, ja seda enam, et näete selle päeva lähenevat.

26 Sest kui me meelega pattu teeme, pärast seda kui oleme saanud tõe tunnetuse, siis ei jää enam mingit ohvrit üle pattude eest;

27 vaid mingi hirmus kohtu ootamine ja äge tuli, mis tahab ära süüa vastupanijad.

28 Kui keegi rikub Moosese käsku, siis peab ta ilma armuta surema kahe või kolme tunnistaja sõna peale,

29 kui palju hirmsama nuhtluse te arvate siis ära teeninud olevat selle, kes Jumala Poega jalgadega tallab ega pea pühaks lepingu Verd, millega ta on pühitsetud, ja teotab armu Vaimu?

30 Me tunneme ju Seda, Kes ütleb: „Minu käes on kättemaks, Mina tasun kätte!" ja taas: „Issand mõistab kohut Oma rahvale!"

31 Hirmus on elava Jumala kätte langeda!

32 Aga tuletage meelde endisi päevi, mil teie, olles valgustatud, talusite palju kannatamiste võitlust,

33 kord nii, et te teotamiste ja viletsuste läbi olite tehtud maailma naeruks, kord jälle nii, et saite nende osalisteks, kellel oli sama saatus.

34 Sest te olete ühes vangidega kannatanud ja rõõmuga vastu võtnud oma vara riisumise, teades, et teil on parem ja jäädav vara taevas.

35 Ärge siis heitke ära oma julgust, mis saab suure palga.

36 Sest kannatlikkust läheb teile tarvis, et teie, tehes Jumala tahtmist, saaksite kätte tõotuse.

37 Sest „veel üsna pisut, pisut aega, siis tuleb See, Kes peab tulema ega viivita mitte!

38 Aga Minu õige peab usust elama, ja kui ta hakkab kõhklema, siis ei ole Minu hingel temast head meelt!"

39 Ent meie ei ole need, kes kõhklevad hukatuseks, vaid need, kes usuvad hinge päästmiseks!

1 σκιαν γαρ εχων ο νομος των μελλοντων αγαθων ουκ αυτην την εικονα των πραγματων κατ ενιαυτον ταις αυταις θυσιαις ας προσφερουσιν εις το διηνεκες ουδεποτε δυναται τους προσερχομενους τελειωσαι

2 επει ουκ αν επαυσαντο προσφερομεναι δια το μηδεμιαν εχειν ετι συνειδησιν αμαρτιων τους λατρευοντας απαξ κεκαθαρμενους

3 αλλ εν αυταις αναμνησις αμαρτιων κατ ενιαυτον

4 αδυνατον γαρ αιμα ταυρων και τραγων αφαιρειν αμαρτιας

5 διο εισερχομενος εις τον κοσμον λεγει θυσιαν και προσφοραν ουκ ηθελησας σωμα δε κατηρτισω μοι

6 ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ευδοκησας

7 τοτε ειπον ιδου ηκω εν κεφαλιδι βιβλιου γεγραπται περι εμου του ποιησαι ο θεος το θελημα σου

8 ανωτερον λεγων οτι θυσιαν και προσφοραν και ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ηθελησας ουδε ευδοκησας αιτινες κατα τον νομον προσφερονται

9 τοτε ειρηκεν ιδου ηκω του ποιησαι ο θεος το θελημα σου αναιρει το πρωτον ινα το δευτερον στηση

10 εν ω θεληματι ηγιασμενοι εσμεν {VAR1: οι } δια της προσφορας του σωματος του ιησου χριστου εφαπαξ

11 και πας μεν ιερευς εστηκεν καθ ημεραν λειτουργων και τας αυτας πολλακις προσφερων θυσιας αιτινες ουδεποτε δυνανται περιελειν αμαρτιας

12 αυτος δε μιαν υπερ αμαρτιων προσενεγκας θυσιαν εις το διηνεκες εκαθισεν εν δεξια του θεου

13 το λοιπον εκδεχομενος εως τεθωσιν οι εχθροι αυτου υποποδιον των ποδων αυτου

14 μια γαρ προσφορα τετελειωκεν εις το διηνεκες τους αγιαζομενους

15 μαρτυρει δε ημιν και το πνευμα το αγιον μετα γαρ το προειρηκεναι

16 αυτη η διαθηκη ην διαθησομαι προς αυτους μετα τας ημερας εκεινας λεγει κυριος διδους νομους μου επι καρδιας αυτων και επι των διανοιων αυτων επιγραψω αυτους

17 και των αμαρτιων αυτων και των ανομιων αυτων ου μη μνησθω ετι

18 οπου δε αφεσις τουτων ουκετι προσφορα περι αμαρτιας

19 εχοντες ουν αδελφοι παρρησιαν εις την εισοδον των αγιων εν τω αιματι ιησου

20 ην ενεκαινισεν ημιν οδον προσφατον και ζωσαν δια του καταπετασματος τουτ εστιν της σαρκος αυτου

21 και ιερεα μεγαν επι τον οικον του θεου

22 προσερχωμεθα μετα αληθινης καρδιας εν πληροφορια πιστεως ερραντισμενοι τας καρδιας απο συνειδησεως πονηρας και λελουμενοι το σωμα υδατι καθαρω

23 κατεχωμεν την ομολογιαν της ελπιδος ακλινη πιστος γαρ ο επαγγειλαμενος

24 και κατανοωμεν αλληλους εις παροξυσμον αγαπης και καλων εργων

25 μη εγκαταλειποντες την επισυναγωγην εαυτων καθως εθος τισιν αλλα παρακαλουντες και τοσουτω μαλλον οσω βλεπετε εγγιζουσαν την ημεραν

26 εκουσιως γαρ αμαρτανοντων ημων μετα το λαβειν την επιγνωσιν της αληθειας ουκετι περι αμαρτιων απολειπεται θυσια

27 φοβερα δε τις εκδοχη κρισεως και πυρος ζηλος εσθιειν μελλοντος τους υπεναντιους

28 αθετησας τις νομον μωσεως χωρις οικτιρμων επι δυσιν η τρισιν μαρτυσιν αποθνησκει

29 ποσω δοκειτε χειρονος αξιωθησεται τιμωριας ο τον υιον του θεου καταπατησας και το αιμα της διαθηκης κοινον ηγησαμενος εν ω ηγιασθη και το πνευμα της χαριτος ενυβρισας

30 οιδαμεν γαρ τον ειποντα εμοι εκδικησις εγω ανταποδωσω λεγει κυριος και παλιν κυριος κρινει τον λαον αυτου

31 φοβερον το εμπεσειν εις χειρας θεου ζωντος

32 αναμιμνησκεσθε δε τας προτερον ημερας εν αις φωτισθεντες πολλην αθλησιν υπεμεινατε παθηματων

33 τουτο μεν ονειδισμοις τε και θλιψεσιν θεατριζομενοι τουτο δε κοινωνοι των ουτως αναστρεφομενων γενηθεντες

34 και γαρ τοις δεσμοις μου συνεπαθησατε και την αρπαγην των υπαρχοντων υμων μετα χαρας προσεδεξασθε γινωσκοντες εχειν εν εαυτοις κρειττονα υπαρξιν εν ουρανοις και μενουσαν

35 μη αποβαλητε ουν την παρρησιαν υμων ητις εχει μισθαποδοσιαν μεγαλην

36 υπομονης γαρ εχετε χρειαν ινα το θελημα του θεου ποιησαντες κομισησθε την επαγγελιαν

37 ετι γαρ μικρον οσον οσον ο ερχομενος ηξει και ου χρονιει

38 ο δε δικαιος εκ πιστεως ζησεται και εαν υποστειληται ουκ ευδοκει η ψυχη μου εν αυτω

39 ημεις δε ουκ εσμεν υποστολης εις απωλειαν αλλα πιστεως εις περιποιησιν ψυχης