1 Ορασις κατα της κοιλαδος του οραματος. Τι σοι εγεινε τωρα, οτι ανεβης συ πασα εις τα δωματα;
2 Συ, η πληρης βοης, πολις θορυβου, πολις ευθυμιας· οι πεφονευμενοι σου δεν εφονευθησαν δια μαχαιρας ουδε απεθανον εν μαχη.
3 Παντες οι αρχοντες σου εφυγον ομου· φευγοντες απο του τοξου, εδεσμευθησαν παντες οι ευρισκομενοι εν σοι· οι μακροθεν καταφυγοντες εδεσμευθησαν ομου.
4 Δια τουτο ειπα, Συρθητε απ' εμου· θελω κλαυσει πικρως· μη αγωνιζεσθε να με παρηγορησητε δια την διαρπαγην της θυγατρος του λαου μου.
5 Διοτι ειναι ημερα ταραχης και καταπατησεως και αμηχανιας εν τη κοιλαδι του οραματος παρα Κυριου του Θεου των δυναμεων, ημερα καταστροφης των τειχων· και η κραυγη θελει φθασει εις τα ορη.
6 Και ο Ελαμ ελαβε την φαρετραν με αμαξας ανδρων και ιππεις, και ο Κιρ εξεσκεπασε την ασπιδα.
7 Και αι εκλεκται κοιλαδες σου εγεμισθησαν αμαξων, και οι ιππεις παρεταχθησαν εν τη πυλη.
8 Και εσηκωθη το καλυμμα του Ιουδα· και εν τη ημερα εκεινη ενεβλεψας εις την οπλοθηκην της οικιας του δασους.
9 Και ειδετε οτι αι χαλαστραι της πολεως του Δαβιδ ειναι πολλαι, και συνηθροισατε τα υδατα του κατω υδροστασιου.
10 Και απηριθμησατε τας οικιας της Ιερουσαλημ, και δια να οχυρωσητε το τειχος εχαλασατε τας οικιας.
11 Εκαμετε προς τουτοις μεταξυ των δυο τειχων λακκον δια το υδωρ του παλαιου υδροστασιου· αλλα δεν ανεβλεψατε προς τον Ποιητην τουτων ουδε εθεωρησατε προς τον παλαιοθεν κτισαντα αυτα.
12 Και εν εκεινη τη ημερα Κυριος ο Θεος των δυναμεων σας εκαλεσεν εις κλαυθμον και εις πενθος και εις ξυρισμα και εις ζωσιμον σακκου·
13 αλλ' ιδου, χαρα και ευθυμια· σφαζουσι βοας και θυουσι προβατα, τρωγουσι κρεατα και πινουσιν οινον, λεγοντες, Ας φαγωμεν και ας πιωμεν· διοτι αυριον θελομεν αποθανει.
14 Και ανεκαλυφθη εις τα ωτα μου παρα του Κυριου των δυναμεων, Βεβαιως αυτη η ανομια σας δεν θελει καθαρισθη εωσου αποθανητε, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.
15 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων· Υπαγε, εισελθε προς τον θησαυροφυλακα τουτον, προς τον Σομναν, τον επιστατην του οικου, και ειπε,
16 Τι εχεις εδω; και εδω τινα εχεις, ωστε να κατασκευασης ενταυθα μνημειον εις σεαυτον; κατασκευαζει το μνημα αυτου υψηλα και κοπτει εν πετρα κατοικιαν εις εαυτον.
17 Ιδου, ο Κυριος θελει σε εκβαλει εκβολην βιαιαν και θελει σε περικαλυψει αισχυνην.
18 Θελει βεβαιως σε στροφογυρισει και τιναξει βιαιως ως σφαιραν εις τοπον ευρυχωρον· εκει θελεις αποθανει και εκει θελουσιν εισθαι αι αμαξαι της δοξης σου, ω αισχος του οικου του κυριου σου.
19 Και θελω σε εξωσει απο της στασεως σου και θελει σε κρημνισει απο του αξιωματος σου.
20 Και εν εκεινη τη ημερα θελω καλεσει τον δουλον μου Ελιακειμ, τον υιον του Χελκιου.
21 Και θελω ενδυσει αυτον την στολην σου και θελω περιζωσει αυτον την ζωνην σου, και την εξουσιαν σου θελω δωσει εις την χειρα αυτου και θελει εισθαι πατηρ εις τους κατοικους της Ιερουσαλημ και εις τον οικον του Ιουδα.
22 Και θελω βαλει επι τον ωμον αυτου το κλειδιον του οικου του Δαβιδ· και θελει ανοιγει και ουδεις θελει κλειει· και θελει κλειει και ουδεις θελει ανοιγει.
23 Και θελω στηριξει αυτον ως πασσαλον εν τοπω στερεω και θελει εισθαι ως θρονος δοξης του οικου του πατρος αυτου.
24 Και απ' αυτου θελουσι κρεμασει πασαν την δοξαν του οικου του πατρος αυτου, τους εκγονους και απογονους, παντα τα σκευη τα μικρα, απο των σκευων των ποτηριων εως παντων των σκευων των φιαλων.
25 Εν εκεινη τη ημερα, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, το εστηριγμενον καρφιον εν τω στερεω τοπω θελει κινηθη και θελει εκβληθη και πεσει, και το φορτιον το επ' αυτου θελει κρημνισθη· διοτι ο Κυριος ελαλησε.
1 א משא גיא חזיון מה לך אפוא כי עלית כלך לגגות
2 ב תשאות מלאה עיר הומיה--קריה עליזה חלליך לא חללי חרב ולא מתי מלחמה
3 ג כל קציניך נדדו יחד מקשת אסרו כל נמצאיך אסרו יחדו מרחוק ברחו
4 ד על כן אמרתי שעו מני אמרר בבכי אל תאיצו לנחמני על שד בת עמי
5 ה כי יום מהומה ומבוסה ומבוכה לאדני יהוה צבאות--בגי חזיון מקרקר קר ושוע אל ההר
6 ו ועילם נשא אשפה ברכב אדם פרשים וקיר ערה מגן
7 ז ויהי מבחר עמקיך מלאו רכב והפרשים שת שתו השערה
8 ח ויגל את מסך יהודה ותבט ביום ההוא אל נשק בית היער
9 ט ואת בקיעי עיר דוד ראיתם כי רבו ותקבצו את מי הברכה התחתונה
10 י ואת בתי ירושלם ספרתם ותתצו הבתים לבצר החומה
11 יא ומקוה עשיתם בין החמתים למי הברכה הישנה ולא הבטתם אל עשיה ויצרה מרחוק לא ראיתם
12 יב ויקרא אדני יהוה צבאות--ביום ההוא לבכי ולמספד ולקרחה ולחגר שק
13 יג והנה ששון ושמחה הרג בקר ושחט צאן אכל בשר ושתות יין אכול ושתו כי מחר נמות
14 יד ונגלה באזני יהוה צבאות אם יכפר העון הזה לכם עד תמתון אמר אדני יהוה צבאות {פ}
15 טו כה אמר אדני יהוה צבאות לך בא אל הסכן הזה על שבנא אשר על הבית
16 טז מה לך פה ומי לך פה כי חצבת לך פה קבר חצבי מרום קברו חקקי בסלע משכן לו
17 יז הנה יהוה מטלטלך טלטלה גבר ועטך עטה
18 יח צנוף יצנפך צנפה כדור אל ארץ רחבת ידים שמה תמות ושמה מרכבות כבודך--קלון בית אדניך
19 יט והדפתיך ממצבך וממעמדך יהרסך
20 כ והיה ביום ההוא וקראתי לעבדי לאליקים בן חלקיהו
21 כא והלבשתיו כתנתך ואבנטך אחזקנו וממשלתך אתן בידו והיה לאב ליושב ירושלם ולבית יהודה
22 כב ונתתי מפתח בית דוד על שכמו ופתח ואין סגר וסגר ואין פתח
23 כג ותקעתיו יתד במקום נאמן והיה לכסא כבוד לבית אביו
24 כד ותלו עליו כל כבוד בית אביו הצאצאים והצפעות כל כלי הקטן--מכלי האגנות ועד כל כלי הנבלים
25 כה ביום ההוא נאם יהוה צבאות תמוש היתד התקועה במקום נאמן ונגדעה ונפלה ונכרת המשא אשר עליה--כי יהוה דבר {פ}