1 Αφου δε εκαθησεν ο Δαβιδ εν τω οικω αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς Ναθαν τον προφητην, Ιδου, εγω κατοικω εν οικω κεδρινω, η δε κιβωτος της διαθηκης του Κυριου υπο παραπετασματα.

2 Και ειπεν ο Ναθαν προς τον Δαβιδ, Καμε παν το εν τη καρδια σου· διοτι ο Θεος ειναι μετα σου.

3 Και την νυκτα εκεινην εγεινε λογος του Θεου προς τον Ναθαν, λεγων,

4 Υπαγε και ειπε προς τον Δαβιδ τον δουλον μου, ουτω λεγει Κυριος· Συ δεν θελεις οικοδομησει εις εμε τον οικον δια να κατοικω·

5 διοτι δεν κατωκησα εν οικω, αφ' ης ημερας ανεβιβασα τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, μεχρι της ημερας ταυτης· αλλ' ημην απο σκηνης εις σκηνην και απο κατασκηνωματος εις κατασκηνωμα.

6 Πανταχου οπου περιεπατησα μετα παντος του Ισραηλ, ελαλησα ποτε προς τινα εκ των κριτων του Ισραηλ, τους οποιους προσεταξα να ποιμανωσι τον λαον μου, λεγων, Δια τι δεν ωκοδομησατε εις εμε οικον κεδρινον;

7 Τωρα λοιπον ουτω θελεις ειπει προς τον Δαβιδ τον δουλον μου· Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Εγω σε ελαβον εκ της μανδρας, απο οπισθεν των προβατων, δια να ησαι ηγεμων επι τον λαον μου τον Ισραηλ·

8 και ημην μετα σου πανταχου οπου περιεπατησας, και εξωλοθρευσα παντας τους εχθρους σου απ' εμπροσθεν σου, και εκαμα εις σε ονομα, κατα το ονομα των μεγαλων των επι της γης.

9 Και θελω διορισει τοπον δια τον λαον μου τον Ισραηλ, και θελω φυτευσει αυτους, και θελουσι κατοικει εν τοπω ιδιω εαυτων και δεν θελουσι μεταφερεσθαι πλεον· και οι υιοι της αδικιας δεν θελουσι καταθλιβει αυτους πλεον ως το προτερον

10 και ως απο των ημερων καθ' ας κατεστησα κριτας επι τον λαον μου Ισραηλ. Και θελω ταπεινωσει παντας τους εχθρους σου. Αναγγελλω σοι ετι, οτι ο Κυριος θελει οικοδομησει οικον εις σε.

11 Και αφου πληρωθωσιν αι ημεραι σου, δια να υπαγης μετα των πατερων σου, θελω αναστησει μετα σε το σπερμα σου, το οποιον θελει εισθαι εκ των υιων σου, και θελω στερεωσει την βασιλειαν αυτου.

12 Αυτος θελει οικοδομησει εις εμε οικον, και θελω στερεωσει το θρονον αυτου εως αιωνος.

13 Εγω θελω εισθαι εις αυτον πατηρ, και αυτος θελει εισθαι εις εμε υιος· και δεν θελω αφαιρεσει το ελεος μου απ' αυτου, ως αφηρεσα αυτο απ' εκεινον οστις ητο προ σου·

14 αλλα θελω στησει αυτον εν τω οικω μου και εν τη βασιλεια μου εως του αιωνος· και ο θρονος αυτου θελει εισθαι εστερεωμενος εις τον αιωνα.

15 Κατα παντας τουτους τους λογους και καθ' ολην ταυτην την ορασιν, ουτως ελαλησεν ο Ναθαν προς τον Δαβιδ.

16 Τοτε εισηλθεν ο βασιλευς Δαβιδ και εκαθησεν ενωπιον του Κυριου και ειπε, Τις ειμαι εγω, Κυριε Θεε, και τις ο οικος μου, ωστε με εφερες μεχρι τουτου;

17 Αλλα και τουτο εσταθη μικρον εις τους οφθαλμους σου, Θεε· και ελαλησας περι του οικου του δουλου σου δια μελλον μακρον, και επεβλεψας εις εμε ως εις ανθρωπον υψηλου βαθμου κατα την καταστασιν, Κυριε Θεε.

18 Τι δυναται να ειπη πλεον ο Δαβιδ προς σε περι της εις τον δουλον σου τιμης; διοτι συ γνωριζεις τον δουλον σου.

19 Κυριε, χαριν του δουλου σου και κατα την καρδιαν σου εκαμες πασαν ταυτην την μεγαλωσυνην, δια να καμης γνωστα παντα ταυτα τα μεγαλεια.

20 Κυριε, δεν ειναι ομοιος σου, ουδε ειναι Θεος εκτος σου κατα παντα οσα ηκουσαμεν με τα ωτα ημων.

21 Και τι αλλο εθνος επι της γης ειναι ως ο λαος σου ο Ισραηλ, τον οποιον ο Θεος ηλθε να εξαγοραση δια λαον εαυτου, δια να καμης εις σεαυτον ονομα μεγαλωσυνης και τρομου, εκβαλλων τα εθνη απ' εμπροσθεν του λαου σου, τον οποιον ελυτρωσας εξ Αιγυπτου;

22 διοτι τον λαον σου τον Ισραηλ εκαμες λαον σεαυτου εις τον αιωνα· και συ, Κυριε, εγεινες Θεος αυτων.

23 Και τωρα, Κυριε, ο λογος, τον οποιον ελαλησας περι του δουλου σου και περι του οικου αυτου, ας στερεωθη εις τον αιωνα, και καμε ως ελαλησας·

24 και ας στερεωθη, και ας μεγαλυνθη το ονομα σου εως αιωνος, ωστε να λεγωσιν, Ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, ειναι Θεος εις τον Ισραηλ· και ο οικος Δαβιδ του δουλου σου ας ηναι εστερεωμενος ενωπιον σου.

25 Διοτι συ, Θεε μου, απεκαλυψας εις τον δουλον σου οτι θελεις οικοδομησει οικον εις αυτον· δια τουτο ο δουλος σου ενεθαρρυνθη να προσευχηθη ενωπιον σου.

26 Και τωρα, Κυριε, συ εισαι ο Θεος, και υπεσχεθης τα αγαθα ταυτα προς τον δουλον σου.

27 Τωρα λοιπον, ευδοκησον να ευλογησης τον οικον του δουλου σου, δια να ηναι ενωπιον σου εις τον αιωνα· διοτι συ, Κυριε, ευλογησας, και θελει εισθαι ευλογημενος εις τον αιωνα.

1 Gyvendamas savo namuose, Dovydas tarė pranašui Natanui: "Aš gyvenu kedro namuose, o Viešpaties Sandoros skrynia­palapinėje".

2 Natanas atsakė Dovydui: "Daryk visa, kas yra tavo širdyje, nes Dievas yra su tavimi".

3 Tą pačią naktį Dievo žodis atėjo Natanui:

4 "Eik ir kalbėk mano tarnui Dovydui: ‘Taip sako Viešpats: ‘Tu nepastatysi man namų, kuriuose gyvenčiau.

5 Aš negyvenau namuose nuo tos dienos, kai išvedžiau Izraelį iš Egipto, iki šios dienos, bet keliavau iš palapinės į palapinę, iš pastogės į pastogę.

6 Ar Aš, keliaudamas su Izraeliu, esu sakęs kuriam Izraelio teisėjui, kam pavesdavau ganyti mano tautą: ‘Kodėl man nepastatote kedro namų?’

7 Sakyk mano tarnui Dovydui: ‘Aš tave paėmiau iš ganyklos, nuo avių, kad būtum vadas mano tautai, Izraeliui.

8 Aš buvau su tavimi visur, kur tu ėjai; išnaikinau visus tavo priešus priešais tave; tavo vardą padariau garsų kaip žemės didžiūnų vardą.

9 Aš paskirsiu vietą savo tautai Izraeliui ir jį įsodinsiu, kad jis gyventų savo vietoje ir nebeklajotų ir nedorybės vaikai nespaustų jų, kaip pradžioje,

10 ir nuo to laiko, kai įsakiau teisėjams valdyti Izraelį. Aš pažeminsiu visus tavo priešus; be to, Aš sakau tau, kad Viešpats pastatys tau namus.

11 Tavo dienoms pasibaigus, kai tu išeisi pas savo tėvus, Aš pakelsiu vieną tavo palikuonį po tavęs iš tavo sūnų ir įtvirtinsiu jo karalystę.

12 Jis pastatys man namus, o Aš įtvirtinsiu jo sostą amžiams.

13 Aš būsiu jam tėvas, o jis bus man sūnus; mano gailestingumas nepaliks jo, kaip paliko tą, kuris buvo prieš tave.

14 Aš įstatysiu jį savo namuose ir savo karalystėje per amžius, jo sostas bus amžinas’ ".

15 Visus šiuos žodžius ir regėjimą Natanas persakė Dovydui.

16 Karalius Dovydas įėjo, atsisėdo Viešpaties akivaizdoje ir tarė: "Kas aš ir mano namai, Viešpatie Dieve, kad mane iki čia atvedei.

17 Ir tai pasirodė dar per maža Tavo akyse, Dieve. Tu kalbėjai apie savo tarno namus tolimoje ateityje ir pasielgei su manimi kaip su žymiu žmogumi, Viešpatie Dieve!

18 Ką gi daugiau Dovydas gali, Tau taip pagerbus Tavo tarną? Nes Tu žinai savo tarną.

19 Dėl savo tarno ir pagal savo širdį Tu padarei šitą didybę, pranešdamas savo tarnui tuos didžius dalykus.

20 Viešpatie, nėra nė vieno Tau lygaus ir nėra kito Dievo šalia Tavęs, kaip mes girdėjome savo ausimis.

21 Ar yra kita tokia tauta ant žemės, kuri prilygtų Tavo tautai, Izraeliui, pas kurią Dievas būtų atėjęs išpirkti jos sau ir išgarsinti savo vardo, didingo ir baisaus, išvarydamas kitas tautas priešais savo tautą, kurią Tu išpirkai iš Egipto vergijos.

22 Tu, Viešpatie, padarei Izraelį savo tauta visiems laikams ir tapai jos Dievu.

23 Dabar, Viešpatie, tegul tai, ką Tu kalbėjai apie savo tarną ir jo namus, būna įtvirtinta amžiams ir padaryk, kaip pasakei.

24 Įtvirtink tai, kad Tavo vardas būtų aukštinamas per amžius, sakant: ‘Kareivijų Viešpats yra Izraelio Dievas’. Tegul Tavo tarno Dovydo namai būna įtvirtinti Tavo akivaizdoje.

25 Tu, Dieve, pasakei savo tarnui, kad pastatysi jam namus, todėl Tavo tarnas išdrįso savo širdyje melstis Tavo akivaizdoje.

26 Viešpatie, Tu esi Dievas ir pažadėjai savo tarnui šitą gerovę.

27 Dabar teikis laiminti savo tarno namus, kad jie per amžius būtų Tavo akivaizdoje. Nes jeigu Tu, Viešpatie, palaimini, tai bus palaiminta amžinai".