1 Αρχη του ευαγγελιου του Ιησου Χριστου, Υιου του Θεου.
2 Καθως ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις· Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου·
3 Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.
4 Ητο ο Ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων.
5 Και εξηρχοντο προς αυτον ολος ο τοπος της Ιουδαιας και οι Ιεροσολυμιται, και εβαπτιζοντο παντες εν τω Ιορδανη ποταμω υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.
6 Ητο δε ο Ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και εχων ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, και τρωγων ακριδας και μελι αγριον.
7 Και εκηρυττε, λεγων· Ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος σκυψας να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου.
8 Εγω μεν σας εβαπτισα εν υδατι, αυτος δε θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω.
9 Και εν εκειναις ταις ημεραις ηλθεν ο Ιησους απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας και εβαπτισθη υπο Ιωαννου εις τον Ιορδανην.
10 Και ευθυς ενω ανεβαινεν απο του υδατος, ειδε τους ουρανους σχιζομενους και το Πνευμα καταβαινον ως περιστεραν επ' αυτον·
11 και φωνη εγεινεν εκ των ουρανων· Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.
12 Και ευθυς το Πνευμα εκβαλλει αυτον εις την ερημον·
13 και ητο εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του Σατανα, και ητο μετα των θηριων, και οι αγγελοι υπηρετουν αυτον.
14 Αφου δε παρεδοθη ο Ιωαννης, ηλθεν ο Ιησους εις την Γαλιλαιαν κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας του Θεου
15 και λεγων οτι επληρωθη ο καιρος και επλησιασεν η βασιλεια του Θεου· μετανοειτε και πιστευετε εις το ευαγγελιον.
16 Περιπατων δε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε τον Σιμωνα και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν· διοτι ησαν αλιεις·
17 και ειπε προς αυτους ο Ιησους· Ελθετε οπισω μου, και θελω σας καμει να γεινητε αλιεις ανθρωπων.
18 Και ευθυς αφησαντες τα δικτυα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.
19 Και προχωρησας εκειθεν ολιγον, ειδεν Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, και αυτους εν τω πλοιω επισκευαζοντας τα δικτυα,
20 και ευθυς εκαλεσεν αυτους. Και αφησαντες τον πατερα αυτων Ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισθωτων, υπηγον οπισω αυτου.
21 Και εισερχονται εις Καπερναουμ· και ευθυς εν τω σαββατω εισελθων ο Ιησους εις την συναγωγην εδιδασκε.
22 Και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου· διοτι εδιδασκεν αυτους ως εχων εξουσιαν, και ουχι ως οι γραμματεις.
23 Και ητο εν τη συναγωγη αυτων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον, και ανεκραξε,
24 λεγων· Φευ, τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να μας απολεσης; σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.
25 Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων· Σιωπα και εξελθε εξ αυτου.
26 Και το πνευμα το ακαθαρτον, αφου εσπαραξεν αυτον και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, εξηλθεν εξ αυτου.
27 Και παντες εξεπλαγησαν, ωστε συνεζητουν προς αλληλους, λεγοντες· Τι ειναι τουτο; τις αυτη η νεα διδαχη, διοτι μετα εξουσιας προσταζει και τα ακαθαρτα πνευματα, και υπακουουσιν εις αυτον;
28 Εξηλθε δε η φημη αυτου ευθυς εις ολην την περιχωρον της Γαλιλαιας.
29 Και ευθυς εξελθοντες εκ της συναγωγης, ηλθον εις την οικιαν Σιμωνος και Ανδρεου μετα του Ιακωβου και Ιωαννου.
30 Η δε πενθερα του Σιμωνος ητο κατακοιτος πασχουσα πυρετον. Και ευθυς ελαλησαν προς αυτον περι αυτης.
31 Και πλησιασας ηγειρεν αυτην πιασας την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος ευθυς, και υπηρετει αυτους.
32 Αφου δε εγεινεν εσπερα, οτε εδυσεν ο ηλιος, εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας και τους δαιμονιζομενους·
33 και η πολις ολη ητο συνηγμενη εμπροσθεν της θυρας·
34 και εθεραπευσε πολλους πασχοντας διαφορους αρρωστιας, και δαιμονια πολλα εξεβαλε, και δεν αφινε τα δαιμονια να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον.
35 Και το πρωι ενω ητο ορθρος βαθυς, σηκωθεις εξηλθε· και υπηγεν εις ερημον τοπον και εκει προσηυχετο.
36 Και εδραμον κατοπιν αυτου ο Σιμων και οι μετ' αυτου,
37 και ευροντες αυτον λεγουσι προς αυτον οτι παντες σε ζητουσι.
38 Και λεγει προς αυτους· Ας υπαγωμεν εις τας πλησιον κωμοπολεις, δια να κηρυξω και εκει· επειδη δια τουτο εξηλθον.
39 Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την Γαλιλαιαν και εξεβαλλε τα δαιμονια.
40 Και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων εμπροσθεν αυτου και λεγων προς αυτον οτι, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
41 Ο δε Ιησους σπλαγχνισθεις, εξετεινε την χειρα και ηγγισεν αυτον και λεγει προς αυτον· Θελω, καθαρισθητι.
42 Και ως ειπε τουτο, ευθυς εφυγεν απ' αυτου η λεπρα, και εκαθαρισθη.
43 Και προσταξας αυτον εντονως, ευθυς απεπεμψεν αυτον
44 και λεγει προς αυτον· Προσεχε μη ειπης προς μηδενα μηδεν, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου οσα προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
45 Αλλ' εκεινος εξελθων ηρχισε να κηρυττη πολλα και να διαφημιζη τον λογον, ωστε πλεον δεν ηδυνατο αυτος να εισελθη φανερα εις πολιν, αλλ' ητο εξω εν ερημοις τοποις· και ηρχοντο προς αυτον πανταχοθεν.
1 Jėzaus Kristaus, Dievo Sūnaus, Gerosios naujienos pradžia,
2 kaip pranašų parašyta: "Štai Aš siunčiu pirma Tavęs savo pasiuntinį, kuris nuties Tau kelią.
3 Dykumoje šaukiančiojo balsas: ‘Paruoškite Viešpačiui kelią! Ištiesinkite Jam takus!’ "
4 Jonas pasirodė dykumoje, krikštijo ir skelbė atgailos krikštą nuodėmėms atleisti.
5 Pas jį traukė visa Judėjos šalis ir Jeruzalės gyventojai. Jie išpažindavo savo nuodėmes ir visi buvo krikštijami Jordano upėje.
6 Jonas vilkėjo kupranugario vilnų apdaru, o strėnas buvo susijuosęs odiniu diržu. Jis maitinosi skėriais ir lauko medumi.
7 Jis skelbė: "Po manęs ateina galingesnis už maneaš nevertas nusilenkęs atrišti Jo sandalų dirželio.
8 Aš jus krikštijau vandeniu, o Jis krikštys jus Šventąja Dvasia".
9 Tomis dienomis atėjo Jėzus iš Galilėjos Nazareto, ir Jonas pakrikštijo Jį Jordane.
10 Vos tik išbridęs iš vandens, Jis pamatė prasiveriantį dangų ir Dvasią tarsi balandį, nusileidžiančią ant Jo.
11 Ir iš dangaus pasigirdo balsas: "Tu esi mano mylimasis Sūnus, kuriuo Aš gėriuosi".
12 Ir tuojau Dvasia Jį nuvedė į dykumą.
13 Jis praleido dykumoje keturiasdešimt dienų šėtono gundomas, buvo kartu su žvėrimis, ir angelai Jam tarnavo.
14 Kai Jonas buvo suimtas, Jėzus atėjo į Galilėją ir skelbė Dievo karalystės Evangeliją:
15 "Atėjo metas, prisiartino Dievo karalystė. Atgailaukite ir tikėkite Evangelija!"
16 Eidamas palei Galilėjos ežerą, Jėzus pamatė Simoną ir jo brolį Andriejų, metančius tinklą į ežerą; mat jie buvo žvejai.
17 Jėzus jiems tarė: "Sekite paskui mane, ir Aš jus padarysiu žmonių žvejais".
18 Ir tuojau, palikę tinklus, jie nusekė paskui Jį.
19 Paėjęs truputį toliau, Jis pamatė Zebediejaus sūnų Jokūbą ir jo brolį Joną, valtyje betaisančius tinklus.
20 Tuoj pat Jis pašaukė ir juos. Palikę savo tėvą Zebediejų valtyje su samdiniais, jie nusekė paskui Jį.
21 Jie atėjo į Kafarnaumą, ir iškart, sabato dieną, Jis nuėjo į sinagogą ir ėmė mokyti.
22 Žmonės stebėjosi Jo mokymu, nes Jis mokė kaip turintis valdžią, o ne kaip Rašto žinovai.
23 Jų sinagogoje buvo žmogus, turintis netyrąją dvasią. Jis sušuko:
24 "Palik mus! Ko Tau iš mūsų reikia, Jėzau Nazarieti? Gal atėjai mūsų pražudyti? Aš žinau, kas Tu esi: Dievo Šventasis!"
25 Jėzus sudraudė jį: "Nutilk ir išeik iš jo!"
26 Tada netyroji dvasia pradėjo jį tąsyti ir, baisiai šaukdama, išėjo iš jo.
27 Visi apstulbo ir klausinėjo vienas kitą: "Kas tai? Koks čia naujas mokymas? Jis įsakinėja su valdžia net netyrosioms dvasioms, ir tos Jam paklūsta!"
28 Garsas apie Jį kaipmat pasklido po visą Galilėjos kraštą.
29 Išėję iš sinagogos, jie su Jokūbu ir Jonu atėjo į Simono ir Andriejaus namus.
30 Simono uošvė gulėjo karščiuodama, ir jie tuojau apie tai Jam pasakė.
31 Jis priėjęs paėmė ją už rankos ir pakėlė; karštis tučtuojau paliovė, ir ji galėjo jiems patarnauti.
32 Vakare, saulei nusileidus, pas Jėzų sugabeno visus ligonius ir demonų apsėstuosius.
33 Visas miestas buvo susirinkęs prie durų.
34 Jis pagydė daug sergančių įvairiomis ligomis, išvarė daug demonų ir neleido demonams kalbėti, nes jie pažino Jį.
35 Anksti rytą, gerokai prieš aušrą, Jėzus atsikėlęs nuėjo į nuošalią vietą ir ten meldėsi.
36 Simonas ir buvę su juo nusekė iš paskos
37 ir, suradę Jį, pasakė: "Visi Tavęs ieško".
38 Jis atsakė: "Eikime kitur, į gretimus miestelius, kad ir ten pamokslaučiau, nes tam esu atėjęs".
39 Ir Jis pamokslavo jų sinagogose po visą Galilėją ir išvarinėjo demonus.
40 Pas Jį atėjo raupsuotasis ir atsiklaupęs maldavo: "Jeigu nori, gali mane padaryti švarų".
41 Jėzus, apimtas gailesčio, ištiesė ranką, palietė jį ir tarė: "Noriu, būk švarus!"
42 Jam tai ištarus, raupsai iškart pranyko, ir jis tapo švarus.
43 Jėzus liepė jam tuojau pasišalinti ir griežtai įspėjo:
44 "Žiūrėk, kad niekam nieko nepasakotum! Eik, pasirodyk kunigui ir aukok už apvalymą Mozės įsakytą atnašą jiems paliudyti".
45 Bet šis išėjęs pradėjo taip plačiai skelbti ir skleisti tą įvykį, jog Jėzus nebegalėjo viešai pasirodyti mieste. Jis laikėsi už miesto, negyvenamose vietose, bet žmonės iš visur rinkosi pas Jį.