1 Και παλιν ηρχισε να διδασκη πλησιον της θαλασσης· και συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, ωστε εισελθων εις το πλοιον εκαθητο εις την θαλασσαν· και πας ο οχλος ητο επι της γης πλησιον της θαλασσης.
2 Και εδιδασκεν αυτους δια παραβολων πολλα, και ελεγε προς αυτους εν τη διδαχη αυτου·
3 Ακουετε· ιδου, εξηλθεν ο σπειρων δια να σπειρη.
4 Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον, και ηλθον τα πετεινα του ουρανου και κατεφαγον αυτο.
5 Αλλο δε επεσεν επι το πετρωδες, οπου δεν ειχε γην πολλην, και ευθυς ανεφυη, διοτι δεν ειχε βαθος γης,
6 και οτε ανετειλεν ο ηλιος εκαυματισθη, και επειδη δεν ειχε ριζαν εξηρανθη.
7 Και αλλο επεσεν εις τας ακανθας, και ανεβησαν αι ακανθαι και συνεπνιξαν αυτο, και καρπον δεν εδωκε·
8 και αλλο επεσεν εις την γην την καλην και εδιδε καρπον αναβαινοντα και αυξανοντα, και εδωκεν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
9 Και ελεγε προς αυτους· Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
10 Οτε δε εμεινε καταμονας, ηρωτησαν αυτον οι περι αυτον μετα των δωδεκα περι της παραβολης.
11 Και ελεγε προς αυτους· Εις εσας εδοθη να γνωρισητε το μυστηριον της βασιλειας του Θεου· εις εκεινους δε τους εξω δια παραβολων τα παντα γινονται,
12 δια να βλεπωσι βλεποντες και να μη ιδωσι, και να ακουωσιν ακουοντες και να μη νοησωσι, μηποτε επιστρεψωσι και συγχωρηθωσιν εις αυτους τα αμαρτηματα.
13 Και λεγει προς αυτους· Δεν εξευρετε την παραβολην ταυτην, και πως θελετε γνωρισει πασας τας παραβολας;
14 Ο σπειρων τον λογον σπειρει.
15 Οι δε παρα την οδον ειναι ουτοι, εις τους οποιους σπειρεται ο λογος, και οταν ακουσωσιν, ευθυς ερχεται ο Σατανας, και αφαιρει τον λογον τον εσπαρμενον εν ταις καρδιαις αυτων.
16 Και ομοιως οι επι τα πετρωδη σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες οταν ακουσωσι τον λογον, ευθυς μετα χαρας δεχονται αυτον,
17 δεν εχουσιν ομως ριζαν εν εαυτοις, αλλ' ειναι προσκαιροι· επειτα οταν γεινη θλιψις η διωγμος δια τον λογον, ευθυς σκανδαλιζονται.
18 Και οι εις τας ακανθας σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον,
19 και αι μεριμναι του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου και αι επιθυμιαι των αλλων πραγματων εισερχομεναι συμπνιγουσι τον λογον, και γινεται ακαρπος.
20 Και οι εις την γην την καλην σπαρεντες ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον και παραδεχονται και καρποφορουσιν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον.
21 Και ελεγε προς αυτους· Μηπως ο λυχνος ερχεται δια να τεθη υπο τον μοδιον η υπο την κλινην; ουχι δια να τεθη επι τον λυχνοστατην;
22 διοτι δεν ειναι τι κρυπτον, το οποιον δεν θελει φανερωθη, ουδ' εγεινε τι αποκρυφον, το οποιον δεν θελει ελθει εις το φανερον.
23 Οστις εχει ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
24 Και ελεγε προς αυτους· Προσεχετε τι ακουετε. Με οποιον μετρον μετρειτε, θελει μετρηθη εις εσας, και θελει γεινει προσθηκη εις εσας τους ακουοντας.
25 Διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον· και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
26 Και ελεγεν· Ουτως ειναι η βασιλεια του Θεου, ως εαν ανθρωπος ριψη τον σπορον επι της γης,
27 και κοιμαται και σηκονηται νυκτα και ημεραν, και ο σπορος βλαστανη και αυξανη καθως αυτος δεν εξευρει.
28 Διοτι αφ' εαυτης η γη καρποφορει, πρωτον χορτον, επειτα ασταχυον, επειτα πληρη σιτον εν τω ασταχυω.
29 Οταν δε ωριμαση ο καρπος, ευθυς αποστελλει το δρεπανον, διοτι ηλθεν ο θερισμος.
30 Ετι ελεγε· Με τι να ομοιωσωμεν την βασιλειαν του Θεου; η με ποιαν παραβολην να παραβαλωμεν αυτην;
31 Ειναι ομοια με κοκκον σιναπεως, οστις, οταν σπαρη επι της γης, ειναι μικροτερος παντων των σπερματων των επι της γης·
32 αφου δε σπαρη, αναβαινει και γινεται μεγαλητερος παντων των λαχανων και καμνει κλαδους μεγαλους, ωστε υπο την σκιαν αυτου δυνανται τα πετεινα του ουρανου να κατασκηνωσι.
33 Και δια τοιουτων πολλων παραβολων ελαλει προς αυτους τον λογον, καθως ηδυναντο να ακουωσι,
34 χωρις δε παραβολης δεν ελαλει προς αυτους· κατ ιδιαν ομως εξηγει παντα εις τους μαθητας αυτου.
35 Και λεγει προς αυτους εν εκεινη τη ημερα, οτε εγεινεν εσπερα· Ας διελθωμεν εις το περαν.
36 Και αφησαντες τον οχλον, παραλαμβανουσιν αυτον ως ητο εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ησαν μετ' αυτου.
37 Και γινεται μεγας ανεμοστροβιλος και τα κυματα εισεβαλλον εις το πλοιον, ωστε αυτο ηδη εγεμιζετο.
38 Και αυτος ητο επι της πρυμνης κοιμωμενος επι το προσκεφαλαιον· και εξυπνουσιν αυτον και λεγουσι προς αυτον· Διδασκαλε, δεν σε μελει οτι χανομεθα;
39 Και σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και ειπε προς την θαλασσαν· Σιωπα, ησυχασον. Και επαυσεν ο ανεμος, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
40 Και ειπε προς αυτους· Δια τι εισθε ουτω δειλοι; πως δεν εχετε πιστιν;
41 Και εφοβηθησαν φοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους· Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και ο ανεμος και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
1 Jis vėl ėmė mokyti paežerėje. Prie Jo susirinko didžiausia minia, kad Jis net įlipo į valtį ir sėdėjo ant vandens, o visa minia liko ant kranto palei ežerą.
2 Jis mokė juos daugelio dalykų palyginimais. Mokydamas sakė:
3 "Paklausykite! Štai sėjėjas išėjo sėti.
4 Jam besėjant, dalis grūdų nukrito palei kelią, ir atskridę padangių paukščiai juos sulesė.
5 Kiti nukrito į uolėtą dirvą, kur buvo nedaug žemės, ir greit sudygo, nes neturėjo gilesnio žemės sluoksnio.
6 Saulei patekėjus, daigai išdegė ir, neturėdami šaknų, sudžiūvo.
7 Kiti nukrito tarp erškėčių. Erškėčiai išaugo ir nusmelkė juos, ir jie nedavė derliaus.
8 Dar kiti nukrito į gerą žemę, sudygo, užaugo ir davė derlių: vieni trisdešimteriopą, kiti šešiasdešimteriopą, treti šimteriopą".
9 Jis pasakė jiems: "Kas turi ausis klausytiteklauso!"
10 Kai Jėzus pasiliko vienas, aplink Jį esantys kartu su dvylika paklausė apie palyginimą.
11 Jis atsakė: "Jums duota suprasti Dievo karalystės paslaptis, o pašaliniams viskas sakoma palyginimais,
12 kad jie ‘regėti regėtų, bet nematytų, girdėti girdėtų, bet nesuprastų, kad neatsiverstų ir nuodėmės nebūtų jiems atleistos’ ".
13 Ir Jis paklausė: "Nejaugi nesuprantate šito palyginimo? Tai kaip suprasite visus kitus palyginimus?
14 Sėjėjas sėja žodį.
15 Palei kelią sėjamas žodistai tie, kuriems vos išgirdus, tuoj pat ateina šėtonas ir išplėšia jų širdyse pasėtąjį žodį.
16 Panašiai ir su tais, kurie pasėti uolėtoje dirvoje. Išgirdę žodį, jie tuojau su džiaugsmu jį priima.
17 Bet jie neturi savyje šaknų ir išsilaiko neilgai. Ištikus kokiam sunkumui ar persekiojimui dėl žodžio, jie tuoj pat pasipiktina.
18 Kiti sėjami tarp erškėčių. Jie išgirsta žodį,
19 bet pasaulio rūpesčiai, turtų apgaulė ir sukilę geismai kitiems dalykams nusmelkia žodį ir jis tampa nevaisingas.
20 Geroje žemėje pasėta sėklatai tie, kurie išgirsta žodį, priima jį ir duoda vaisių: kas trisdešimteriopą, kas šešiasdešimteriopą, o kas šimteriopą".
21 Jis kalbėjo jiems: "Argi žiburys atnešamas pakišti po indu ar po lova? Argi ne įstatyti į žibintuvą?
22 Juk nėra nieko paslėpta, kas nebūtų apreikšta, ir nieko paslaptyje laikomo, kas neišeitų aikštėn.
23 Jei kas turi ausis klausytiteklauso!"
24 Jis sakė jiems: "Įsidėmėkite, ką girdite: kokiu saiku seikėjate, tokiu ir jums bus atseikėta, ir jums, kurie girdite, bus dar pridėta.
25 Kas turi, tam bus duota, o iš neturinčio bus atimta net ir tai, ką turi".
26 Jis kalbėjo: "Su Dievo karalyste yra kaip su žmogumi, beriančiu dirvon sėklą.
27 Ar jis miega ar keliasi, ar naktį ar dieną, sėkla dygsta ir auga, jam nežinant kaip.
28 Juk žemė savaime duoda vaisių: pradžioje želmenį, paskui varpą, pagaliau pribrendusį grūdą varpoje.
29 Derliui prinokus, žmogus tuojau ima pjautuvą, nes pjūtis atėjo".
30 Jėzus dar sakė: "Su kuo galima palyginti Dievo karalystę? Arba kokiu palyginimu ją pavaizduosime?
31 Ji kaip garstyčios grūdelis, kuris sėjamas dirvon. Jis yra mažiausias iš visų sėklų žemėje,
32 bet pasėtas užauga, tampa didesnis už visus augalus ir išleidžia plačias šakas, kad jo pavėsyje gali susisukti lizdą padangių sparnuočiai".
33 Daugeliu tokių palyginimų Jėzus skelbė jiems žodį, kiek jie sugebėjo suprasti.
34 Be palyginimų Jis jiems nekalbėdavo, bet kai pasilikdavo vienas su savo mokiniais, viską jiems išaiškindavo.
35 Tą pačią dieną, atėjus vakarui, Jis tarė mokiniams: "Irkimės į aną pusę!"
36 Atleidę žmones, jie Jį pasiėmė, nes Jis tebebuvo valtyje. Kartu plaukė ir kitos mažos valtys.
37 Pakilo didžiulė vėtra ir bangos daužėsi į valtį taip, kad ją jau sėmė.
38 Jėzus buvo valties gale ir miegojo ant pagalvės. Mokiniai pažadino Jį, šaukdami: "Mokytojau, Tau nerūpi, kad mes žūvame?!"
39 Pabudęs Jis sudraudė vėją ir įsakė ežerui: "Nutilk, nusiramink!" Tuojau pat vėjas nutilo, ir pasidarė visiškai ramu.
40 Jis tarė jiems: "Kodėl jūs tokie bailūs? Ar vis dar neturite tikėjimo?"
41 Juos apėmė didelė baimė, ir jie kalbėjo vienas kitam: "Kas gi Jis toks? Net vėjas ir ežeras Jo klauso!"