35 Και λεγει προς αυτους εν εκεινη τη ημερα, οτε εγεινεν εσπερα· Ας διελθωμεν εις το περαν.
36 Και αφησαντες τον οχλον, παραλαμβανουσιν αυτον ως ητο εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ησαν μετ' αυτου.
37 Και γινεται μεγας ανεμοστροβιλος και τα κυματα εισεβαλλον εις το πλοιον, ωστε αυτο ηδη εγεμιζετο.
38 Και αυτος ητο επι της πρυμνης κοιμωμενος επι το προσκεφαλαιον· και εξυπνουσιν αυτον και λεγουσι προς αυτον· Διδασκαλε, δεν σε μελει οτι χανομεθα;
39 Και σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και ειπε προς την θαλασσαν· Σιωπα, ησυχασον. Και επαυσεν ο ανεμος, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
40 Και ειπε προς αυτους· Δια τι εισθε ουτω δειλοι; πως δεν εχετε πιστιν;
41 Και εφοβηθησαν φοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους· Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και ο ανεμος και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
35 Tą pačią dieną, atėjus vakarui, Jis tarė mokiniams: "Irkimės į aną pusę!"
36 Atleidę žmones, jie Jį pasiėmė, nes Jis tebebuvo valtyje. Kartu plaukė ir kitos mažos valtys.
37 Pakilo didžiulė vėtra ir bangos daužėsi į valtį taip, kad ją jau sėmė.
38 Jėzus buvo valties gale ir miegojo ant pagalvės. Mokiniai pažadino Jį, šaukdami: "Mokytojau, Tau nerūpi, kad mes žūvame?!"
39 Pabudęs Jis sudraudė vėją ir įsakė ežerui: "Nutilk, nusiramink!" Tuojau pat vėjas nutilo, ir pasidarė visiškai ramu.
40 Jis tarė jiems: "Kodėl jūs tokie bailūs? Ar vis dar neturite tikėjimo?"
41 Juos apėmė didelė baimė, ir jie kalbėjo vienas kitam: "Kas gi Jis toks? Net vėjas ir ežeras Jo klauso!"