1 Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου και θελει κατασκευασει την οδον εμπροσθεν μου· και ο Κυριος, τον οποιον σεις ζητειτε, εξαιφνης θελει ελθει εις τον ναον αυτου, ναι, ο αγγελος της διαθηκης, τον οποιον σεις θελετε· ιδου, ερχεται, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

2 Αλλα τις δυναται να υπομεινη την ημεραν της ελευσεως αυτου; και τις δυναται να σταθη εις την παρουσιαν αυτου; διοτι αυτος ειναι ως πυρ χωνευτου και ως σμιγμα γναφεων.

3 Και θελει καθησει ως ο χωνευων και καθαριζων το αργυριον, και θελει καθαρισει τους υιους του Λευι και θελει στραγγισει αυτους ως το χρυσιον και το αργυριον, και θελουσι προσφερει εις τον Κυριον προσφοραν εν δικαιοσυνη.

4 Τοτε η προσφορα του Ιουδα και της Ιερουσαλημ θελει εισθαι αρεστη εις τον Κυριον καθως εν ταις ημεραις ταις αρχαιαις και καθως εν τοις προλαβουσιν ετεσι.

5 Και θελω πλησιασει προς εσας δια κρισιν· και θελω εισθαι μαρτυς σπευδων εναντιον των μαγων και εναντιον των μοιχευοντων και εναντιον των επιορκων και εναντιον των αποστερουντων τον μισθον του μισθωτου, των καταδυναστευοντων την χηραν και τον ορφανον, και των αδικουντων τον ξενον και των μη φοβουμενων με, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

6 Διοτι εγω ειμαι ο Κυριος· δεν αλλοιουμαι· δια τουτο σεις, οι υιοι του Ιακωβ, δεν απωλεσθητε.

7 Εκ των ημερων των πατερων σας απεχωρισθητε απο των διαταγματων μου και δεν εφυλαξατε αυτα. Επιστρεψατε προς εμε και θελω επιστρεψει προς εσας, λεγει ο Κυριος των δυναμεων· πλην ειπετε, Τινι τροπω θελομεν επιστρεψει;

8 Μηπως θελει κλεπτει ο ανθρωπος τον Θεον; σεις ομως με εκλεπτετε· και λεγετε, Εις τι σε εκλεψαμεν; εις τα δεκατα και εις τας προσφορας.

9 Σεις εισθε κατηραμενοι με καταραν· διοτι σεις με εκλεψατε, ναι, σεις, ολον το εθνος.

10 Φερετε παντα τα δεκατα εις την αποθηκην, δια να ηναι τροφη εις τον οικον μου· και δοκιμασατε με τωρα εις τουτο, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, εαν δεν σας ανοιξω τους καταρρακτας του ουρανου και εκχεω την ευλογιαν εις εσας, ωστε να μη αρκη τοπος δι' αυτην.

11 Και θελω επιτιμησει υπερ υμων τον καταφθειροντα, και δεν θελει φθειρει τους καρπους της γης σας· ουδε η αμπελος σας θελει απορριψει προ καιρου τον καρπον αυτης εν τω αγρω, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

12 Και θελουσι σας μακαριζει παντα τα εθνη· διοτι σεις θελετε εισθαι γη επιθυμητη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.

13 Οι λογοι σας ησαν σκληροι εναντιον μου, λεγει ο Κυριος· και ειπετε, Τι ελαλησαμεν εναντιον σου;

14 Σεις ειπετε, Ματαιον ειναι να δουλευη τις τον Θεον· και, Τις η ωφελεια οτι εφυλαξαμεν τα διαταγματα αυτου και οτι περιεπατησαμεν πενθουντες ενωπιον του Κυριου των δυναμεων;

15 Και τωρα ημεις μακαριζομεν τους υπερηφανους· ναι, οι εργαζομενοι την ανομιαν υψωθησαν, ναι, οι πειραζοντες τον Θεον, και αυτοι εσωθησαν.

16 Τοτε οι φοβουμενοι τον Κυριον ελαλουν προς αλληλους· και ο Κυριος προσειχε και ηκουε και εγραφη βιβλιον ενθυμησεως ενωπιον αυτου περι των φοβουμενων τον Κυριον και των ευλαβουμενων το ονομα αυτου·

17 και θελουσιν εισθαι εμου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, εν τη ημερα εκεινη, οταν εγω ετοιμασω τα πολυτιμα μου· και θελω σπλαγχνισθη αυτους, καθως σπλαγχνιζεται ανθρωπος τον υιον αυτου, οστις δουλευει αυτον.

18 Τοτε θελετε επιστρεψει και διακρινει μεταξυ δικαιου και ασεβους, μεταξυ του δουλευοντος τον Θεον και του μη δουλευοντος αυτον.

1 "Aš siunčiu savo pasiuntinį paruošti kelią pirma manęs. Viešpats, kurio jūs laukiate, ateis netikėtai į savo šventyklą. Štai Jis ateina, sandoros pasiuntinys, kuris jums patinka",­sako kareivijų Viešpats.

2 Kas išsilaikys tą dieną ir kas ištvers, Jam pasirodžius? Jis yra kaip lydytojo ugnis ir kaip skalbėjų šarmas.

3 Jis ateis kaip sidabro ir aukso lydytojas ir apvalys Levio palikuonis, išgrynins juos kaip auksą ir sidabrą, kad aukotų Viešpačiui teisumo auką.

4 Tada Viešpačiui patiks Judo ir Jeruzalės aukos kaip praeityje.

5 "Aš ateisiu jūsų teisti ir nedelsdamas pasmerksiu žynius, svetimautojus, melagingai prisiekiančius, nusukančius samdinių algą, skriaudžiančius našles bei našlaičius, laužančius ateivių teises ir manęs nebijančius.

6 Aš esu Viešpats, Aš nesikeičiu, todėl jūs, Jokūbo vaikai, nebuvote sunaikinti.

7 Jūs jau nuo savo tėvų dienų palikote mano nuostatus ir jų nesilaikėte. Sugrįžkite pas mane, tai Aš sugrįšiu pas jus. Jūs sakote: ‘Kaip mums sugrįžti?’

8 Ar gali žmogus apiplėšti Dievą? Tačiau jūs apiplėšėte mane. Jūs sakote: ‘Kaip mes apiplėšėme Tave?’ Dešimtinėmis ir aukomis!

9 Prakeikimas krinta ant jūsų, kadangi jūs, visa tauta, apiplėšėte mane.

10 Atneškite visas dešimtines į sandėlius, kad būtų maisto mano namuose, ir tuo išmėginkite mane,­sako kareivijų Viešpats.­Ar Aš neatversiu jums dangaus langų ir neišliesiu jums apsčiai palaiminimų?

11 Ar nesudrausiu kenkėjo, kad jis nesunaikintų jūsų laukų derliaus ir vynmedis neliktų be vaisių?­ sako kareivijų Viešpats.­

12 Tada visos tautos vadins jus palaimintais, nes būsite graži šalis,­ sako kareivijų Viešpats.­

13 Įžūlios yra jūsų kalbos prieš mane, tačiau jūs sakote: ‘Ką gi sakėme prieš Tave?’

14 Jūs sakėte: ‘Jokios naudos iš tarnavimo Dievui. Kas iš to, kad laikėmės Jo nuostatų ir vaikščiojome nuleidę galvas Viešpaties akivaizdoje?

15 Dabar mes vadiname laimingais išdidžiuosius. Jiems sekasi, nors jie elgiasi nedorai. Jie gundo Dievą, bet nebaudžiami’ ".

16 Dievo bijantys kalbėjosi vienas su kitu. Viešpats stebėjo ir klausė. Buvo parašyta Jo akivaizdoje atminimo knyga apie tuos, kurie bijo Viešpaties ir gerbia Jo vardą.

17 "Jie bus mano,­sako kareivijų Viešpats.­Tą dieną Aš padarysiu juos savo brangenybėmis. Aš jų gailėsiuos, kaip gailisi žmogus savo sūnaus, kuris jam tarnauja.

18 Tada jūs matysite skirtumą tarp teisiojo ir nedorėlio, tarp to, kuris tarnauja Dievui, ir to, kuris Jam netarnauja".