1 Ανθρωπος τις ητο εν τη γη της Αυσιτιδος ονομαζομενος Ιωβ· και ο ανθρωπος ουτος ητο αμεμπτος και ευθυς και φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου.

2 Και εγεννηθησαν εις αυτον επτα υιοι και τρεις θυγατερες.

3 Και ησαν τα κτηνη αυτου επτακισχιλια προβατα και τρισχιλιαι καμηλοι και πεντακοσια ζευγη βοων και πεντακοσιαι ονοι και πληθος πολυ υπηρετων· και ητο ο ανθρωπος εκεινος ο μεγαλητερος παντων των κατοικων της Ανατολης.

4 Και υπηγαινον οι υιοι αυτου και εκαμνον συμποσια εν ταις οικιαις αυτων, εκαστος κατα την ημεραν αυτου, και εστελλον και προσεκαλουν τας τρεις αδελφας αυτων δια να τρωγωσι και να πινωσι μετ' αυτων.

5 Και οτε ετελειονον αι ημεραι του συμποσιου, εστελλεν ο Ιωβ και ηγιαζεν αυτους, και εξεγειρομενος πρωι προσεφερεν ολοκαυτωματα κατα τον αριθμον παντων αυτων· διοτι ελεγεν ο Ιωβ, Μηπως οι υιοι μου ημαρτησαν και εβλασφημησαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων. Ουτως εκαμνεν ο Ιωβ, παντοτε.

6 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου, και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας.

7 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.

8 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου;

9 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Μηπως δωρεαν φοβειται ο Ιωβ τον Θεον;

10 δεν περιεφραξας κυκλοθεν αυτον και την οικιαν αυτου και παντα οσα εχει; τα εργα των χειρων αυτου ευλογησας, και τα κτηνη αυτου επληθυνθησαν επι της γης·

11 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον παντα οσα εχει, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.

12 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, εις την χειρα σου παντα οσα εχει· μονον επ' αυτον μη επιβαλης την χειρα σου. Και εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου.

13 Ημεραν δε τινα οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου.

14 Και ηλθε μηνυτης προς τον Ιωβ και ειπεν, Οι βοες ηροτριαζον και αι ονοι εβοσκον πλησιον αυτων·

15 και επεπεσαν οι Σαβαιοι και ηρπασαν αυτα· και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.

16 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπε, Πυρ Θεου επεσεν εξ ουρανου και εκαυσε τα προβατα και τους δουλους και κατεφαγεν αυτους· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.

17 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι Χαλδαιοι εκαμον τρεις λοχους και εφωρμησαν εις τας καμηλους και ηρπασαν αυτας· και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.

18 Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου·

19 και ιδου, ηλθε μεγας ανεμος εκ του περαν της ερημου και προσεβαλε τας τεσσαρας γωνιας του οικου και επεσεν επι τα παιδια, και απεθανον· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.

20 Τοτε σηκωθεις ο Ιωβ διεσχισε το επενδυμα αυτου και εξυρισε την κεφαλην αυτου και επεσεν επι την γην και προσεκυνησε,

21 και ειπε, Γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου και γυμνος θελω επιστρεψει εκει· ο Κυριος εδωκε και ο Κυριος αφηρεσεν· ειη το ονομα Κυριου ευλογημενον.

22 Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ και δεν εδωκεν αφροσυνην εις τον Θεον.

1 Uco krašte gyveno vyras, vardu Jobas. Jis buvo tobulas ir teisus vyras, bijojo Dievo ir vengė pikto.

2 Jis turėjo septynis sūnus ir tris dukteris,

3 septynis tūkstančius avių, tris tūkstančius kupranugarių, penkis šimtus jungų jaučių, penkis šimtus asilių ir labai didelę šeimyną. Tas vyras buvo žymiausias Rytuose.

4 Jo sūnūs keldavo vaišes kiekvienas savo namuose savo dieną, pasikvietę tris seseris kartu su jais valgyti ir gerti.

5 Vaišių dienoms pasibaigus, Jobas juos šventindavo. Atsikėlęs anksti rytą, jis aukodavo deginamąsias aukas pagal jų skaičių, galvodamas: "Gal mano sūnūs nusidėjo ir keikė Dievą savo širdyse". Taip Jobas visuomet darydavo.

6 Vieną dieną Dievo sūnūs susirinko pas Viešpatį; atėjo ir šėtonas.

7 Viešpats klausė šėtoną: "Iš kur ateini?" Šėtonas atsakė Viešpačiui: "Aš vaikštinėjau po visą žemę".

8 Viešpats vėl klausė šėtoną: "Ar atkreipei dėmesį į mano tarną Jobą? Juk žemėje nėra nė vieno jam lygaus. Jis yra tobulas ir teisus, bijo Dievo ir vengia pikto".

9 Šėtonas atsakė Viešpačiui: "Ne veltui Jobas bijo Dievo.

10 Juk Tu saugoji jį, jo namus ir viską, ką jis turi! Jo darbus Tu laimini ir jo turtas didėja.

11 Bet ištiesk savo ranką ir paliesk tai, ką jis turi, ir jis keiks Tave į akis".

12 Viešpats tarė šėtonui: "Visa, ką jis turi, atiduodu tavo valdžion, bet prieš jį neištiesk rankos". Šėtonas pasišalino iš Viešpaties akivaizdos.

13 Tą dieną Jobo sūnūs ir dukterys valgė ir gėrė vyną vyriausiojo brolio namuose.

14 Pasiuntinys, atėjęs pas Jobą, pranešė: "Jaučiai arė ir asilai ganėsi šalia jų.

15 Šebiečiai užpuolė ir juos pagrobė, o tarnus užmušė kardu; tik aš vienas ištrūkau, kad tau tai praneščiau".

16 Jam tebekalbant, atėjo kitas ir pranešė: "Dievo ugnis krito iš dangaus ir sudegino avis ir tarnus, ir juos prarijo; tik aš vienas ištrūkau, kad tau praneščiau".

17 Jam tebekalbant, atėjo kitas ir pranešė: "Chaldėjai, pasiskirstę trimis grupėmis, puolė kupranugarius ir juos pagrobė, o tarnus nužudė kardu; tik aš vienas ištrūkau, kad tau praneščiau".

18 Jam tebekalbant, atėjo kitas ir pranešė: "Tavo sūnūs ir dukterys valgė ir gėrė vyną vyriausiojo brolio namuose.

19 Pakilęs smarkus vėjas iš dykumos sugriovė namą ir užmušė visus jaunuolius; tik aš vienas ištrūkau, kad tau praneščiau".

20 Jobas atsikėlė, perplėšė savo apsiaustą, nusiskuto plaukus ir, puolęs ant žemės, pagarbino,

21 tardamas: "Nuogas gimiau, nuogas ir mirsiu. Viešpats davė, Viešpats ir atėmė; tebūna palaimintas Viešpaties vardas".

22 Visu tuo Jobas nenusidėjo ir nekalbėjo kvailai prieš Dievą.