1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπε·
2 Ποσον εβοηθησας τον αδυνατον· εσωσας βραχιονα ανισχυρον.
3 Ποσον συνεβουλευσας τον ασοφον και εντελη συνεσιν εδειξας
4 Προς τινα απηγγειλας τους λογους; και τινος πνοη εξηλθεν απο σου;
5 Οι νεκροι τρεμουσιν αυτον υποκατωθεν των υδατων, και οι συγκατοικουντες μετ' αυτων.
6 Γυμνος ο αδης εμπροσθεν αυτου, και η απωλεια δεν εχει σκεπασμα.
7 Εκτεινει τον βορεαν επι το κενον· κρεμα την γην επι το μηδεν.
8 Δεσμευει τα υδατα εις τας νεφελας αυτου· και η νεφελη δεν σχιζεται υποκατω αυτων.
9 Σκεπαζει το προσωπον του θρονου αυτου· εκτεινει το νεφος αυτου επ' αυτον.
10 Περιεκυκλωσε τα υδατα με ορια, εως της συντελειας του φωτος και του σκοτους.
11 Οι στυλοι του ουρανου τρεμουσι και εξιστανται απο της επιτιμησεως αυτου.
12 Ταραττει την θαλασσαν δια της δυναμεως αυτου, και δια της συνεσεως αυτου καταδαμαζει την υπερηφανιαν αυτης.
13 Δια του πνευματος αυτου εκοσμησε τους ουρανους· η χειρ αυτου εσχηματισε τον συστρεφομενον οφιν.
14 Ιδου, ταυτα ειναι μερη των οδων αυτου· αλλα ποσον ελαχιστον πραγμα ακουομεν περι αυτου; την δε βροντην της δυναμεως αυτου τις δυναται να εννοηση;
1 Jobas atsakydamas tarė:
2 "Kaip tu padėjai bejėgiui ir parėmei nusilpusio ranką!
3 Koks geras ir išmintingas buvo tavo patarimas!
4 Kam tu kalbėjai šiuos žodžius? Kokia dvasia atėjo iš tavęs?
5 Prieš Jį dreba mirusieji, vandenys ir jų gyventojai.
6 Mirusiųjų pasaulis yra atviras Jam ir pražūtis neuždengta.
7 Jis ištiesia šiaurę ant tuštumos ir žemę pakabina ant nieko.
8 Jis surenka vandenis į tamsius debesis, tačiau debesys neplyšta.
9 Jis uždengia savo sosto veidą ir ištiesia savo debesį ant jo.
10 Vandens paviršiuje Jis nubrėžė ribą ir atskyrė šviesą nuo tamsos.
11 Dangaus kolonos svyruoja ir dreba, kai Jis grūmoja.
12 Savo galia Jis sujaudina jūrą, savo išmintimi nutildo jos išdidumą.
13 Savo dvasia Jis papuošė dangus, Jo ranka padarė gyvatę.
14 Čia tik Jo kelių pašaliai; mes girdime tik Jo šnibždesį. O Jo galybės griaustinį kas supras?"